Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λογώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω (Α λογῶ, -άω ή -έω) [[λόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λογαριάζω]], [[στοχάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] να [[ομιλώ]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[υπολογίζω]].———————— <b>(II)</b><br />[[λογώ]], -όω (Α) [[λόγος]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]] τον λόγο σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμμετρικό<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>λογοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[λογικός]]<br />β) [[γίνομαι]] [[μέτοχος]] του Θείου Λόγου.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω (Α λογῶ, -άω ή -έω) [[λόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λογαριάζω]], [[στοχάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] να [[ομιλώ]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[υπολογίζω]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λογώ]], -όω (Α) [[λόγος]]<br /><b>1.</b> [[εισάγω]] τον λόγο σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμμετρικό<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>λογοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[λογικός]]<br />β) [[γίνομαι]] [[μέτοχος]] του Θείου Λόγου.
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
-άω (Α λογῶ, -άω ή -έω) λόγος
νεοελλ.
λογαριάζω, στοχάζομαι
αρχ.
1. επιθυμώ να ομιλώ
2. πιθ. υπολογίζω.
(II)
λογώ, -όω (Α) λόγος
1. εισάγω τον λόγο σε κάτι
2. καθιστώ κάτι συμμετρικό
3. μέσ. λογοῦμαι, -όομαι
α) είμαι λογικός
β) γίνομαι μέτοχος του Θείου Λόγου.