3,274,865
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον | |mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῖν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |