πολιοφυλακώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(33)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />(για [[στράτευμα]]) [[φυλάσσω]] την [[πόλη]] («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῑν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολιο</i>- της δωρ. γεν. <i>πόλιος</i> της λ. [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλακῶ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιοφύλαξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οδο</i>-[[φυλακώ]])].
|mltxt=-έω, Α<br />(για [[στράτευμα]]) [[φυλάσσω]] την [[πόλη]] («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῖν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολιο</i>- της δωρ. γεν. <i>πόλιος</i> της λ. [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλακῶ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιοφύλαξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οδο</i>-[[φυλακώ]])].
}}
}}

Revision as of 20:22, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
(για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῖν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο- της δωρ. γεν. πόλιος της λ. πόλις + -φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιοφύλαξ (πρβλ. οδο-φυλακώ)].