ἐρεύγομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ρεύομαι]] (Α [[ἐρεύγομαι]])<br />[[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από το [[στόμα]] [[αέρια]] του στομαχιού ή και [[μέρος]] από τις άπεπτες τροφές, [[ρεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ξεσπώ]] σε αφρούς, σε κύματα [[πάνω]] στην [[ξηρά]], [[χτυπώ]] στα βράχια και [[αφρίζω]]<br /><b>2.</b> (για ηφαίστεια και ποτάμια) [[βγάζω]] με [[ορμή]] από το [[στόμιο]], [[εκτινάσσω]], [[ξερνώ]], [[ξεχύνω]]<br /><b>3.</b> (για ποτάμια) [[εκβάλλω]], χύνομαι<br /><b>4.</b> [[εκστομίζω]], [[μιλώ]] μεγαλόφωνα, [[αποκαλύπτω]] («καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι [[μητρί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[πρωταρχικός]] [[θεματικός]] ενεστ. [[ερεύγομαι]] (με παράλληλο ενεστ. τ. [[ερυγγάνω]] που απαντά στον πεζό λόγο) ανάγεται σε ΙE <i>reug</i>- «[[ρεύομαι]]» και ανήκει σε μια εκφραστική [[ομάδα]] λέξεων που απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ē</i>-<i>r</i><i>ū</i><i>go</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ex</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. <i>r</i><i>ū</i><i>ct</i><i>ō</i>) με την [[ίδια]] σημ., λιθ. <i>riaugmi</i>, <i>riaugeti</i>, ρωσ. θαμιστ. <i>rygať</i>. Απαντά και με συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας <i>ρυγ</i>- (αόρ. <i>ήρυγον</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. άνω γερμ. <i>ita</i>-<i>ruchjan</i>, αγγλοσαξ. <i>rοcettan</i>, αρμ. <i>orcam</i>. Από τον αόρ. του ρ. [[ερεύγομαι]] προήλθε και το νεοελλ. [[ρεύομαι]]: <i>ερεύχθην</i>> <i>ερεύχθην</i>> [[ρεύομαι]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρεύγομαι]] (Α)<br />(στον ενεργ. αόρ. β’ ἤρυγον, απρμφ. ἐρυγεῑν και μτχ. ἐρυγών)<br />([[κυρίως]] για ταύρο) [[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]], [[ωρύομαι]] (α. «ὡς ὅτε ταῡρος ἤρυγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἄυσεν ὅσον βαθὺς [[ἤρυγε]] [[λαιμός]]» — όσο μπορούσε να φωνάξει από το [[βάθος]] του λαιμού του, <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κῡμα... ἐρευγόμενον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ερεύγομαι]] «[[ωρύομαι]], [[βρυχώμαι]]» απαντά σε ομηρικά χωρία σε [[σχέση]] [[πάντα]] με τη [[θάλασσα]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται γι’ αυτό ή για το [[ερεύγομαι]] (I). Οπωσδήποτε, ανάγεται σε ΙE <i>reuĝ</i>-, που εκφράζει έναν τραχύ, βραχνό ήχο και συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>gi</i><i>ō</i>, <i>rugĩre</i> «[[βρυχώμαι]], [[μουγκρίζω]]», [[καθώς]] και αρχ. σλαβ. <i>rykati</i>, αγγλοσαξ. <i>r</i><i>ӯ</i><i>n</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>roh</i><i>ō</i><i>n</i>, που ανάγονται σε ΙE <i>reuk</i>-, με διαφορετική ριζική [[παρέκταση]] (-<i>k</i> [[αντί]] -<i>g</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ρεύομαι]] (Α [[ἐρεύγομαι]])<br />[[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από το [[στόμα]] [[αέρια]] του στομαχιού ή και [[μέρος]] από τις άπεπτες τροφές, [[ρεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ξεσπώ]] σε αφρούς, σε κύματα [[πάνω]] στην [[ξηρά]], [[χτυπώ]] στα βράχια και [[αφρίζω]]<br /><b>2.</b> (για ηφαίστεια και ποτάμια) [[βγάζω]] με [[ορμή]] από το [[στόμιο]], [[εκτινάσσω]], [[ξερνώ]], [[ξεχύνω]]<br /><b>3.</b> (για ποτάμια) [[εκβάλλω]], χύνομαι<br /><b>4.</b> [[εκστομίζω]], [[μιλώ]] μεγαλόφωνα, [[αποκαλύπτω]] («καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι [[μητρί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[πρωταρχικός]] [[θεματικός]] ενεστ. [[ερεύγομαι]] (με παράλληλο ενεστ. τ. [[ερυγγάνω]] που απαντά στον πεζό λόγο) ανάγεται σε ΙE <i>reug</i>- «[[ρεύομαι]]» και ανήκει σε μια εκφραστική [[ομάδα]] λέξεων που απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ē</i>-<i>r</i><i>ū</i><i>go</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ex</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. <i>r</i><i>ū</i><i>ct</i><i>ō</i>) με την [[ίδια]] σημ., λιθ. <i>riaugmi</i>, <i>riaugeti</i>, ρωσ. θαμιστ. <i>rygať</i>. Απαντά και με συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας <i>ρυγ</i>- (αόρ. <i>ήρυγον</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. άνω γερμ. <i>ita</i>-<i>ruchjan</i>, αγγλοσαξ. <i>rοcettan</i>, αρμ. <i>orcam</i>. Από τον αόρ. του ρ. [[ερεύγομαι]] προήλθε και το νεοελλ. [[ρεύομαι]]: <i>ερεύχθην</i>> <i>ερεύχθην</i>> [[ρεύομαι]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρεύγομαι]] (Α)<br />(στον ενεργ. αόρ. β’ ἤρυγον, απρμφ. ἐρυγεῖν και μτχ. ἐρυγών)<br />([[κυρίως]] για ταύρο) [[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]], [[ωρύομαι]] (α. «ὡς ὅτε ταῡρος ἤρυγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἄυσεν ὅσον βαθὺς [[ἤρυγε]] [[λαιμός]]» — όσο μπορούσε να φωνάξει από το [[βάθος]] του λαιμού του, <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κῡμα... ἐρευγόμενον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ερεύγομαι]] «[[ωρύομαι]], [[βρυχώμαι]]» απαντά σε ομηρικά χωρία σε [[σχέση]] [[πάντα]] με τη [[θάλασσα]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται γι’ αυτό ή για το [[ερεύγομαι]] (I). Οπωσδήποτε, ανάγεται σε ΙE <i>reuĝ</i>-, που εκφράζει έναν τραχύ, βραχνό ήχο και συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>gi</i><i>ō</i>, <i>rugĩre</i> «[[βρυχώμαι]], [[μουγκρίζω]]», [[καθώς]] και αρχ. σλαβ. <i>rykati</i>, αγγλοσαξ. <i>r</i><i>ӯ</i><i>n</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>roh</i><i>ō</i><i>n</i>, που ανάγονται σε ΙE <i>reuk</i>-, με διαφορετική ριζική [[παρέκταση]] (-<i>k</i> [[αντί]] -<i>g</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm