παρεκπίπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.).
|mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρεκπίπτω:''' (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).
|elrutext='''παρεκπίπτω:''' (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).
}}
}}