3,273,773
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό και [[περιττός]], -ή, -ό / [[περισσός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσός, -ή, -ό Ν, και αττ. τ. [[περιττός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το κανονικό [[μέτρο]], που περισσεύει, που πλεονάζει, [[περίσσιος]], [[παραπανήσιος]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> (στη νεοελλ. μόνον ο τ. [[περιττός]]) αυτός που γίνεται [[πέρα]] από ό,τι [[πρέπει]] ή [[είναι]] [[ανάγκη]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «έκανες περιττά έξοδα» β. «μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ' εὐηθίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιττός]] [[αριθμός]]» — [[φυσικός]] και κατ' [[επέκταση]] [[ακέραιος]] [[αριθμός]] που όταν διαιρείται διά του δύο αφήνει [[υπόλοιπο]] την [[μονάδα]], [[αριθμός]] που δεν [[είναι]] ακέραιο [[πολλαπλάσιο]] του δύο<br />β) «ως εκ περισσού» και «ἐκ περιττοῦ» ή «ἐκ περισσοῡ» — [[χωρίς]] να χρειάζεται, [[χωρίς]] να υπάρχει [[ανάγκη]], επί [[πλέον]], παραπανήσια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[μέγας]], [[τεράστιος]] («θυσίας ἀπαρχὰς γὰρ [[κρέας]] ἐπέμπομεν πατρί, περισσὸν ὦμον, ἔκκριτον [[γέρας]]», Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> ο [[πέρα]] από το κανονικό και συνηθισμένο, [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[σπάνιος]] («καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῑτε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]], [[έξοχος]], [[αξιόλογος]], [[σπουδαίος]] («τοὺς περισσούς... τιμῶμεν ἄνδρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[ανώτερος]], μεγαλύτερος («πρὸς ὅ,τι σὺ τῶν [[ἔνδον]] εἶ περισσάς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοφός]], [[συνετός]], πολύ [[προσεκτικός]] («ἦν δὲ καὶ τὴν [[ἄλλην]] περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς και περιττὸς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ρήτορα) [[μοναδικός]], [[εξαίρετος]] («ὁ γὰρ περιττὸς ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[λεπτός]], [[οξύς]], [[οξύνους]] («ἀκριβὴς καὶ περιττὴ [[διάνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για ύφος) α) θαυμαστό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό («τὸ μέν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπερβολικός]] («περισσὰ πράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισσόν</i><br />α) το [[πλεονέκτημα]] («τὶ οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου;», ΚΔ)<br />β) το [[υπόλοιπο]] («τὸ περισσὸν τῆς ἡμέρας», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) (και ο [[τύπος]] <i>περιττὸν</i>) [[είδος]] φυτού, το στρύχνο<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) επί [[πλέον]], [[προσέτι]] («καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν, υἱέ μου, φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία [[πολλά]]», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ περισσά</i><br />ανώφελα, [[μάταια]] («[[ταυτά]] με | |mltxt=-ή, -ό και [[περιττός]], -ή, -ό / [[περισσός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσός, -ή, -ό Ν, και αττ. τ. [[περιττός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το κανονικό [[μέτρο]], που περισσεύει, που πλεονάζει, [[περίσσιος]], [[παραπανήσιος]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> (στη νεοελλ. μόνον ο τ. [[περιττός]]) αυτός που γίνεται [[πέρα]] από ό,τι [[πρέπει]] ή [[είναι]] [[ανάγκη]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «έκανες περιττά έξοδα» β. «μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ' εὐηθίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιττός]] [[αριθμός]]» — [[φυσικός]] και κατ' [[επέκταση]] [[ακέραιος]] [[αριθμός]] που όταν διαιρείται διά του δύο αφήνει [[υπόλοιπο]] την [[μονάδα]], [[αριθμός]] που δεν [[είναι]] ακέραιο [[πολλαπλάσιο]] του δύο<br />β) «ως εκ περισσού» και «ἐκ περιττοῦ» ή «ἐκ περισσοῡ» — [[χωρίς]] να χρειάζεται, [[χωρίς]] να υπάρχει [[ανάγκη]], επί [[πλέον]], παραπανήσια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[μέγας]], [[τεράστιος]] («θυσίας ἀπαρχὰς γὰρ [[κρέας]] ἐπέμπομεν πατρί, περισσὸν ὦμον, ἔκκριτον [[γέρας]]», Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> ο [[πέρα]] από το κανονικό και συνηθισμένο, [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[σπάνιος]] («καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῑτε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]], [[έξοχος]], [[αξιόλογος]], [[σπουδαίος]] («τοὺς περισσούς... τιμῶμεν ἄνδρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[ανώτερος]], μεγαλύτερος («πρὸς ὅ,τι σὺ τῶν [[ἔνδον]] εἶ περισσάς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοφός]], [[συνετός]], πολύ [[προσεκτικός]] («ἦν δὲ καὶ τὴν [[ἄλλην]] περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς και περιττὸς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ρήτορα) [[μοναδικός]], [[εξαίρετος]] («ὁ γὰρ περιττὸς ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[λεπτός]], [[οξύς]], [[οξύνους]] («ἀκριβὴς καὶ περιττὴ [[διάνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για ύφος) α) θαυμαστό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό («τὸ μέν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπερβολικός]] («περισσὰ πράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισσόν</i><br />α) το [[πλεονέκτημα]] («τὶ οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου;», ΚΔ)<br />β) το [[υπόλοιπο]] («τὸ περισσὸν τῆς ἡμέρας», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) (και ο [[τύπος]] <i>περιττὸν</i>) [[είδος]] φυτού, το στρύχνο<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) επί [[πλέον]], [[προσέτι]] («καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν, υἱέ μου, φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία [[πολλά]]», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ περισσά</i><br />ανώφελα, [[μάταια]] («[[ταυτά]] με νῦν τὰ περισσὰ φιλεῑς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον» — η [[φύση]] του περιττού και του αρτίου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «περισσαὶ χῶραι»<br /><b>(μετρ.)</b> οι περιττές θέσεις [[μέσα]] στον στίχο <b>(Ηφαιστ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέριξ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>tyo</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>έπι</i>-<i>σσα</i>, [[μέτα]]-<i>σσαι</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |