ευδοκώ: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)<br />[[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[αποφασίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> συγκατατίθεμαι να [[κάνω]] [[κάτι]] ύστερα από πολλή [[δυσκολία]] («ο [[ταμίας]] ευδόκησε να μού δώσει τον [[μισθό]] μου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η [[κατάσταση]] του καιρού το επιτρέπει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κάποιον με την ευμένειά μου, με την [[αγάπη]] μου, [[ευνοώ]] («οὗτός ἐστιν ὁ [[υἱός]] μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]] («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] με κάποιον, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδοκιμάζω]] («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[προθυμοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ευπρόσδεκτος]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]] («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ [[ὅλως]] εὐδόκει τὸ [[γεγονός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐδοκοῦμαι</i><br />[[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) ευνοούμαι, [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]]<br />β) επιδοκιμάζομαι, [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοκώ]].
|mltxt=(ΑΜ εὐδοκῶ, -έω)<br />[[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[αποφασίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦν
αι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> συγκατατίθεμαι να [[κάνω]] [[κάτι]] ύστερα από πολλή [[δυσκολία]] («ο [[ταμίας]] ευδόκησε να μού δώσει τον [[μισθό]] μου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεού θέλοντος και καιρού ευδοκούντος» — αν η [[κατάσταση]] του καιρού το επιτρέπει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κάποιον με την ευμένειά μου, με την [[αγάπη]] μου, [[ευνοώ]] («οὗτός ἐστιν ὁ [[υἱός]] μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]] («εὐδόκησε κοινωνὸν αὐτὸν προσλαβέσθαι τῶν πράξεων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] με κάποιον, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («οὐδεὶς τοῖς παρὰ φύσιν ἐγχρονίζων εὐδοκεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδοκιμάζω]] («εὐδοκῶ ἐπὶ πᾱσι τοῖς προκειμένοις»)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[πρόθυμος]], [[προθυμοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ευπρόσδεκτος]], [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]] («τοῑς δὲ Θηβαίοις οὐχ [[ὅλως]] εὐδόκει τὸ [[γεγονός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[θεωρώ]] κάποιον άξιο για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>εὐδοκοῦμαι</i><br />[[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) ευνοούμαι, [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]]<br />β) επιδοκιμάζομαι, [[γίνομαι]] [[αποδεκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοκώ]].
}}
}}