εχόντως: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(15)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχόντως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) <b>φρ.</b> «[[ἐχόντως]] νοῡν» — νουνεχώς, [[συνετώς]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. ενεστ. <i>έχων</i>, <i>έχοντος</i> του <i>έχω</i>].
|mltxt=[[ἐχόντως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) <b>φρ.</b> «[[ἐχόντως]] νοῦν
» — νουνεχώς, [[συνετώς]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. ενεστ. <i>έχων</i>, <i>έχοντος</i> του <i>έχω</i>].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐχόντως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) φρ. «ἐχόντως νοῦν » — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος του έχω].