επιτείνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον"
(14)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτείνω]]) [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[επαυξάνω]], [[εντείνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων [[πόσις]] ἐπιτείνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτείνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[απλώνω]] («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ<sup>’</sup> αὐτήν... ξύλα τετράγωνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]], [[αυξάνω]] την [[τάση]] («ἐπιτεῑναί τε καὶ ἀνεῑναι ἢν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσδίδω]] ισχύ, [[δύναμη]] ενέργειας («ἐὰν δέ τις ἐπιτείνῃ μᾱλλον ἐκατέραν αὐτῶν [ὀλιγαρχίαν καὶ δημοκρατίαν]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] («ἐπέτεινεν οὖν ἔτι μᾱλλον αὐτὸς ἑαυτὸν ἐν ταῑς στρατείαις καὶ ταῑς κυνηγεσίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> εντείνομαι, αυξάνομαι, [[γίνομαι]] ισχυρότερος («καὶ ἐάν τε ἐπιτείνῃ ἡ [[κίνησις]] ἐάν τε ἀνιῇ ἐάν τε μένῃ» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (παθ. <i>ἐπιτείνομαι</i><br />α) [[αποκτώ]] [[κύρος]], ανυψώνομαι («ἀλλ’ ἐκλεγόμενοι τίνων αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) βασανίζομαι απὸ [[κάτι]], [[υποφέρω]] («[[ὅταν]] χαλασθῇ τὸ [[σῶμα]] ἡμῶν ἀμέτρως ἢ ἐπιταθῇ ὑπὸ νόσων καὶ ἄλλων κακῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) παρατείνομαι, [[διαρκώ]] περισσότερο χρόνο<br />δ) [[καρτερώ]], [[υπομένω]], [[βαστώ]] («ἐπιταθῆναι [[πλείω]] χρόνον», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπιτείνω]]) [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[επαυξάνω]], [[εντείνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων [[πόσις]] ἐπιτείνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτείνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[απλώνω]] («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ<sup>’</sup> αὐτήν... ξύλα τετράγωνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]], [[αυξάνω]] την [[τάση]] («ἐπιτεῖναί τε καὶ ἀνεῖναι ἢν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσδίδω]] ισχύ, [[δύναμη]] ενέργειας («ἐὰν δέ τις ἐπιτείνῃ μᾶλλον ἐκατέραν αὐτῶν [ὀλιγαρχίαν καὶ δημοκρατίαν]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] («ἐπέτεινεν οὖν ἔτι μᾶλλον αὐτὸς ἑαυτὸν ἐν ταῖς στρατείαις καὶ ταῖς κυνηγεσίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> εντείνομαι, αυξάνομαι, [[γίνομαι]] ισχυρότερος («καὶ ἐάν τε ἐπιτείνῃ ἡ [[κίνησις]] ἐάν τε ἀνιῇ ἐάν τε μένῃ» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (παθ. <i>ἐπιτείνομαι</i><br />α) [[αποκτώ]] [[κύρος]], ανυψώνομαι («ἀλλ’ ἐκλεγόμενοι τίνων αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) βασανίζομαι απὸ [[κάτι]], [[υποφέρω]] («[[ὅταν]] χαλασθῇ τὸ [[σῶμα]] ἡμῶν ἀμέτρως ἢ ἐπιταθῇ ὑπὸ νόσων καὶ ἄλλων κακῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) παρατείνομαι, [[διαρκώ]] περισσότερο χρόνο<br />δ) [[καρτερώ]], [[υπομένω]], [[βαστώ]] («ἐπιταθῆναι [[πλείω]] χρόνον», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}