δίβολος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε<br /><b>2.</b> διφορούμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο αιχμές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίβολον</i><br />[[κατά]] τον Ησύχιο | |mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε<br /><b>2.</b> διφορούμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο αιχμές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίβολον</i><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «διπλοῦνφᾱρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:40, 27 March 2021
English (LSJ)
ον, (βάλλω) A twice-thrown, δ. χλαῖνα a garment doubled and thrown over the shoulders, Poll.7.47, Hsch. II two-pointed, ἄκων E.Rh.374 (lyr.); περόνα AP6.282 (Theod.); in two pieces, ξύλον SIG2587.307: generally, redoubled, v. διόβολος. III δίβολον· φᾶρος διπλοῦν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 614] 1) zweimal geworfen; χλαῖνα, ein weites, zweimal um den Leib reichendes Gewand, Poll. 7, 47; Hesych. – 2) zweispitzig; ἄκων Eur. Rhes. 351; περόνη Theodorid. 3 (VI, 282).
Greek (Liddell-Scott)
δίβολος: -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. χλαῖνα, ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, Πολυδ. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· καθόλου, διπλοῦς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double pointe.
Étymologie: δίς, βάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble punta, ἄκων E.Rh.374, ξύλα op. μονόβολα IG 22.1672.307 (IV a.C.), ἄγκυρα ξυλίνη ID 1412a.27, 1417A.1.163 (ambas II a.C.), περόνα AP 6.282 (Theodorus).
2 doble χλαῖναι Poll.7.47, Hsch.
•subst. neutr. manto doble Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε
2. διφορούμενος
αρχ.
1. διπλός
2. αυτός που έχει δύο αιχμές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον
κατά τον Ησύχιο «διπλοῦνφᾱρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -βολος < βόλος < βάλλω].
Greek Monotonic
δίβολος: -ον (δίς, βάλλω), αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίβολος: о двух остриях, обоюдоострый (ἄκων Eur.; περόνη Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj
Meaning: double pointed of halbert or a cloth
Derivatives: διβολία helbert (Ar.), cloth (Plu.); δοβολέω harrow (pap.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG compares βάλλω.