στόμα: Difference between revisions

No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν"
m (Text replacement - " »" to "»")
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και στόμας, ο, Ν, και αιολ. τ. [[στύμα]] Α<br /><b>1.</b> το [[άνοιγμα]] στο μπροστινό και [[κάτω]] [[τμήμα]] της κεφαλής τών ανθρώπων και τών ζώων, το διευρυμένο ανώτερο [[τμήμα]] του πεπτικού [[σωλήνα]], το οποίο μπορεί σε διάφορους οργανισμούς να ασκεί και λειτουργίες μη πεπτικές, όπως [[είναι]] η [[αναπνοή]], η [[φώνηση]], πράξεις επιθετικές ή αμυντικές, η [[μεταφορά]] τών νεογνών ή αντικειμένων κ.ά. (α. «μη μιλάς με γεμάτο [[στόμα]]» β. «τὸ [[στόμα]] τοῦ βοός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «τοῡ δὲ πολὺ πρότερον [[κεφαλή]], [[στόμα]] τε, ῥινές τε οὔδεϊ [[πλῆντο]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαλιά]], [[λόγος]], [[ομιλία]], [[τρόπος]] ομιλίας (α. «έχει άσχημο [[στόμα]]» — μιλάει άσχημα<br />β. «ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῑν [[στόμα]] καὶ σοφίαν», ΚΔ<br />γ. «κἄν καλὸν φυρῃ [[στόμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]], εκβολές ποταμού, στενή [[είσοδος]] σε [[κόλπο]] (α. «το [[στόμα]] του ποταμού» β. «ἥ κεῑται ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ Ἀμπρακικοῡ κόλπου», <b>Θουκ.</b><br />γ. «καὶ πλῆσαν ἁπάσης ἠϊόνος [[στόμα]] [[μακρόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «ἀλλ' ὅτε δὴ ποταμοῑο κατὰ [[στόμα]] καλλιρρόοιο ἷξε νέων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είσοδος]] ή [[έξοδος]] (α. «[[στόμα]] του πυροβόλου» β. «το [[στόμα]] του πηγαδιού» γ. «[[στόμα]] φρέατος», <b>Ξεν.</b><br />δ. «χθόνιον Ἄιδα [[στόμα]]», <b>Πίνδ.</b><br />ε. «καδίσκου [[στόμα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για όπλα και εργαλεία) το μπροστινό [[μέρος]], η όψη (α. «[[στόμα]] της άγκυρας» — το [[ακρωνύχιο]] της άγκυρας<br />β. «τὸ [[στόμα]] τῆς αἰχμῆς», Φιλόστρ.<br />γ. «κριοῡ... [[στόμα]] σιδηροῦν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[μαχαίρι]]) το κοφτερό [[μέρος]], η [[κόψη]] (α. «[[στόμα]] του μαχαιριού» β. «καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας καὶ αἰχμαλωτισθήσονται», ΚΔ)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μ' ένα [[στόμα]]» και «ἐν ἑνὶ στόματι» ή «ἀφ' ἑνὸς στόματος» ή «ἐξ ἑνὸς στόματος» — με μια [[φωνή]], ομόφωνα<br />β) «από στόματος» — από μνήμης, απ' έξω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> καθένα από τα μικροσκοπικά ανοίγματα ή τους πόρους στην [[επιδερμίδα]] τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, τα οποία εξασφαλίζουν την [[ανταλλαγή]] τών αερίων [[μεταξύ]] του αέρα στο εξωτερικό [[περιβάλλον]] και του διακλαδισμένου συστήματος αλληλοσυνδεόμενων αεροφόρων αγωγών [[μέσα]] στο [[φύλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]], [[πρόσωπο]] (α. «έχω να θρέψω [[πέντε]] στόματα» β. «μέ περιμένουν [[τρία]] στόματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[στόμα]] του λύκου» — σε μεγάλο κίνδυνο<br />β) «τά λέμε [[στόμα]] με [[στόμα]]» — μιλάμε εμπιστευτικά<br />γ) «[[είναι]] απύλωτο [[στόμα]]» — δεν ελέγχει τα [[λόγια]] του, βρίζει ή μιλάει [[τελείως]] ανεύθυνα<br />δ) «του 'κλεισα το [[στόμα]]» — τον αποστόμωσα, τον ανάγκασα να σωπάσει<br />ε) «δεν ανοίγει το [[στόμα]] του» — [[είναι]] [[σιωπηλός]] ή [[λιγόλογος]]<br />στ) «απ' το [[στόμα]] μού το πήρες» — είπες ό,τι ακριβώς ετοιμαζόμουν να πω, μέ πρόλαβες<br />ζ) «του πήρε τη [[μπουκιά]] απ' το [[στόμα]]» τον εκμεταλλεύθηκε άγρια<br />η) «απ' το [[στόμα]] σου και στού θεού τ' [[αφτί]]» — λέγεται ως [[ευχή]] για την [[πραγματοποίηση]] μιας επιθυμίας<br />θ) «[[βάζω]] κάποιον στο [[στόμα]] μου» — [[μιλώ]] για κάποιον κάνοντας δυσμενή σχόλια εις [[βάρος]] του<br />ι) «[[μπαίνω]] στο [[στόμα]] κάποιου» ή «[[μπαίνω]] στα στόματα του κόσμου» — μέ σχολιάζουν και μέ επικρίνουν<br />ια) «[[βγάζω]] κάποιον απ' το [[στόμα]] μου» — [[παύω]] να [[σχολιάζω]] και να [[επικρίνω]] κάποιον<br />ιβ) «[[βγαίνω]] απ' το [[στόμα]] κάποιου» — σταματούν τα σχόλια εις [[βάρος]] μου<br />ιγ) «μού 'ρχεται στο [[στόμα]]» — λέω [[κάτι]] [[χωρίς]] να το πολυσκεφθώ ή [[θυμάμαι]] αμυδρά [[κάτι]] και δεν [[μπορώ]] να το εκφράσω<br />ιδ) «από [[στόμα]] σε [[στόμα]]»<br />i) από τον ένα στον [[άλλο]] ii) με την προφορική [[παράδοση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, τους Αποστόλους) το [[φερέφωνο]], το όργανο, με το οποίο εκφράζεται το [[θέλημα]] του Θεού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέτωπο]] της παράταξης, οι πρώτες γραμμές («κελεύει δὲ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῦ στόματος ἄνδρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[τάγμα]] τών λοχαγών («τὸ τῶν λοχαγῶν [[τάγμα]] [[στόμα]] καλεῑται», Ασκλ.)<br /><b>3.</b> [[άκρο]], [[χείλος]], [[κορυφή]] («[[ἄκρον]] [[στόμα]] πύργων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ομφαλός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀμφιπίπτω]] στόμασι» — [[ανταλλάσσω]] φιλήματα<br />β) «[[στόμα]] πτολέμοιο» ή «[[στόμα]] ύσμίνης» — το [[στόμα]] του πολέμου ή της μάχης που καταπίνει τους ανθρώπους<br />γ) «[[κατά]] [[στόμα]]» — [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], [[απέναντι]]<br />δ) «οἱ κατὰ [[στόμα]] θεοί» — τα αγάλματα τών θεών στην είσοδο κτηρίου, αυτά που βλέπουν [[προς]] την [[ανατολή]]<br />ε) «[[κατά]] [[στόμα]] τινός» — κατ' [[αντιπαράσταση]]<br />στ) «λαλῶ [[στόμα]] κατὰ [[στόμα]]» — [[μιλώ]] με κάποιον [[απέναντι]] μου, του τά λέω [[κατά]] [[πρόσωπο]]<br />ζ) «[[στόμα]] πρὸς [[στόμα]]» — [[προφορικά]]<br />η) «[[οἴγω]] [[στόμα]]» ή «λύω [[στόμα]]» ή «[[διαίρω]] [[στόμα]]» — [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, [[μιλώ]]<br />θ) «κοιμῶ [[στόμα]]» ή «[[κλείω]] [[στόμα]]» ή «[[συγκλῄω]] [[στόμα]]» ή «ἔχω [[στόμα]]» ή «[[ἐπέχω]] [[στόμα]]» — [[τηρώ]] [[σιγή]], [[σωπαίνω]]<br />ι) «[[δάκνω]] [[στόμα]]» — [[δαγκώνω]] τα χείλη, αναγκάζομαι να σωπάσω, δεν [[τολμώ]] να μιλήσω<br />ια) «εὖ ἔχω [[στόμα]]» — [[τηρώ]] [[ιερή]] [[σιγή]], σε ιεροτελεστίες<br />ιβ) «ἀνὰ [[στόμα]] ἔχω» ή «διά [[στόμα]] [[λέγω]]» ή «διὰ [[στόμα]] ἔχω» — έχω κάποιον στο [[στόμα]] μου, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br />ιγ) «διὰ [[στόμα]] [[εἰμί]]» — αναφέρομαι από κάποιον<br />ιδ) «πᾱσι διὰ στόματος ἦν» και «πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν» και «ἐπὶ [[στόμα]] φερόμενον ἐν πᾱσι» — όλοι [ή πολλοί] μιλούσαν γι' αυτόν<br />ιε) «ἐπὶ στόματος» — [[κατά]] διαταγήν<br />ιστ) «ἑπτάπυλον [[στόμα]]» — οι [[εφτά]] πύλες τών Θηβών<br />ιζ) «[[στόμα]] ζωῆς» — το ακραίο, το τελευταίο [[σημείο]] της ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στόμ</i>-<i>α</i>, με <i>στομ</i>- (<b>πρβλ.</b> τα συνθ. σε <i>στομ</i>-: [[στομακάκη]], <i>στομαλγῶ</i>, [[στόμαργος]]) ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>stom</i>-<i>en</i>- «[[στόμα]]» και συνδέεται με το αβεστ. <i>staman</i>- «[[στόμα]] ζώου». Δευτερευόντως η λ. εντάχθηκε στο κλιτικό [[σύστημα]] τών ουδ. σε -<i>μα</i>, -<i>ματος</i>. Από το θ. <i>στομ</i>- της λ. [[στόμα]] έχει σχηματιστεί ο τ. <i>στόμ</i>-<i>αχος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στωμύλος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στοματικός]], [[στομίας]], [[στόμιο]](<i>ν</i>), [[στομίς]](-<i>ίδα</i>), <i>στομῶ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοματεύω]], [[στομάτιον]], [[στομήρης]], [[στομίζομαι]], [[στομώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[στοματάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στοματάκι]], [[στοματάρα]], [[στοματίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στομαλίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στομακάκη]], [[στομαλγώ]], [[στόμαργος]], [[στοματουργός]], [[στομαυλώ]], [[στομοδόκος]], [[στομοκοπώ]], [[στομοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στοματόκλειστρο]], [[στοματολογία]]. (Β' συνθετικό) [[αθυρόστομος]], [[αμφίστομος]], [[άστομος]], [[αυθαδόστομος]], [[βαθύστομος]], [[δίστομος]], [[ελευθερόστομος]], [[ευρύστομος]], [[εύστομος]], [[κακόστομος]], [[μεγαλόστομος]], [[μικρόστομος]], [[μονόστομος]], [[οξύστομος]], [[πλατύστομος]], [[πολύστομος]], [[στενόστομος]], [[χρυσόστομος]], [[ψευδόστομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγνόστομος]], <i>απαλόστομος</i>, [[αρτίστομος]], [[βαρύστομος]], [[βραχύστομος]], <i>δίχόστομος</i>, <i>ερατόστομος</i>, [[ετερόστομος]], [[ευθύστομος]], [[ηδύστομος]], [[θρασύστομος]], [[ισχυρόστομος]], [[λεπτόστομος]], [[ξενόστομος]], [[ξυλόστομος]], [[οζόστομος]], [[ολόστομος]], [[ομοιόστομος]], [[παχύστομος]], [[περίστομος]], [[σεμνόστομος]], [[σκληρόστομος]], [[τραχύστομος]], [[τυφλόστομος]], [[χαλκόστομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αηδονόστομος]], [[αμβλύστομος]], <i>ανοιχτόστομος</i>, <i>αχρειόστομος</i>, [[ελαφρόστομος]], [[μυριόστομος]], [[πηγαδόστομος]], <i>στραβόστομος</i>, <i>χιλιόστομος</i>].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και στόμας, ο, Ν, και αιολ. τ. [[στύμα]] Α<br /><b>1.</b> το [[άνοιγμα]] στο μπροστινό και [[κάτω]] [[τμήμα]] της κεφαλής τών ανθρώπων και τών ζώων, το διευρυμένο ανώτερο [[τμήμα]] του πεπτικού [[σωλήνα]], το οποίο μπορεί σε διάφορους οργανισμούς να ασκεί και λειτουργίες μη πεπτικές, όπως [[είναι]] η [[αναπνοή]], η [[φώνηση]], πράξεις επιθετικές ή αμυντικές, η [[μεταφορά]] τών νεογνών ή αντικειμένων κ.ά. (α. «μη μιλάς με γεμάτο [[στόμα]]» β. «τὸ [[στόμα]] τοῦ βοός», <b>Νίκ.</b><br />γ. «τοῡ δὲ πολὺ πρότερον [[κεφαλή]], [[στόμα]] τε, ῥινές τε οὔδεϊ [[πλῆντο]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαλιά]], [[λόγος]], [[ομιλία]], [[τρόπος]] ομιλίας (α. «έχει άσχημο [[στόμα]]» — μιλάει άσχημα<br />β. «ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν [[στόμα]] καὶ σοφίαν», ΚΔ<br />γ. «κἄν καλὸν φυρῃ [[στόμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]], εκβολές ποταμού, στενή [[είσοδος]] σε [[κόλπο]] (α. «το [[στόμα]] του ποταμού» β. «ἥ κεῑται ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ Ἀμπρακικοῡ κόλπου», <b>Θουκ.</b><br />γ. «καὶ πλῆσαν ἁπάσης ἠϊόνος [[στόμα]] [[μακρόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «ἀλλ' ὅτε δὴ ποταμοῑο κατὰ [[στόμα]] καλλιρρόοιο ἷξε νέων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είσοδος]] ή [[έξοδος]] (α. «[[στόμα]] του πυροβόλου» β. «το [[στόμα]] του πηγαδιού» γ. «[[στόμα]] φρέατος», <b>Ξεν.</b><br />δ. «χθόνιον Ἄιδα [[στόμα]]», <b>Πίνδ.</b><br />ε. «καδίσκου [[στόμα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για όπλα και εργαλεία) το μπροστινό [[μέρος]], η όψη (α. «[[στόμα]] της άγκυρας» — το [[ακρωνύχιο]] της άγκυρας<br />β. «τὸ [[στόμα]] τῆς αἰχμῆς», Φιλόστρ.<br />γ. «κριοῡ... [[στόμα]] σιδηροῦν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[μαχαίρι]]) το κοφτερό [[μέρος]], η [[κόψη]] (α. «[[στόμα]] του μαχαιριού» β. «καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας καὶ αἰχμαλωτισθήσονται», ΚΔ)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μ' ένα [[στόμα]]» και «ἐν ἑνὶ στόματι» ή «ἀφ' ἑνὸς στόματος» ή «ἐξ ἑνὸς στόματος» — με μια [[φωνή]], ομόφωνα<br />β) «από στόματος» — από μνήμης, απ' έξω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> καθένα από τα μικροσκοπικά ανοίγματα ή τους πόρους στην [[επιδερμίδα]] τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, τα οποία εξασφαλίζουν την [[ανταλλαγή]] τών αερίων [[μεταξύ]] του αέρα στο εξωτερικό [[περιβάλλον]] και του διακλαδισμένου συστήματος αλληλοσυνδεόμενων αεροφόρων αγωγών [[μέσα]] στο [[φύλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]], [[πρόσωπο]] (α. «έχω να θρέψω [[πέντε]] στόματα» β. «μέ περιμένουν [[τρία]] στόματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[στόμα]] του λύκου» — σε μεγάλο κίνδυνο<br />β) «τά λέμε [[στόμα]] με [[στόμα]]» — μιλάμε εμπιστευτικά<br />γ) «[[είναι]] απύλωτο [[στόμα]]» — δεν ελέγχει τα [[λόγια]] του, βρίζει ή μιλάει [[τελείως]] ανεύθυνα<br />δ) «του 'κλεισα το [[στόμα]]» — τον αποστόμωσα, τον ανάγκασα να σωπάσει<br />ε) «δεν ανοίγει το [[στόμα]] του» — [[είναι]] [[σιωπηλός]] ή [[λιγόλογος]]<br />στ) «απ' το [[στόμα]] μού το πήρες» — είπες ό,τι ακριβώς ετοιμαζόμουν να πω, μέ πρόλαβες<br />ζ) «του πήρε τη [[μπουκιά]] απ' το [[στόμα]]» τον εκμεταλλεύθηκε άγρια<br />η) «απ' το [[στόμα]] σου και στού θεού τ' [[αφτί]]» — λέγεται ως [[ευχή]] για την [[πραγματοποίηση]] μιας επιθυμίας<br />θ) «[[βάζω]] κάποιον στο [[στόμα]] μου» — [[μιλώ]] για κάποιον κάνοντας δυσμενή σχόλια εις [[βάρος]] του<br />ι) «[[μπαίνω]] στο [[στόμα]] κάποιου» ή «[[μπαίνω]] στα στόματα του κόσμου» — μέ σχολιάζουν και μέ επικρίνουν<br />ια) «[[βγάζω]] κάποιον απ' το [[στόμα]] μου» — [[παύω]] να [[σχολιάζω]] και να [[επικρίνω]] κάποιον<br />ιβ) «[[βγαίνω]] απ' το [[στόμα]] κάποιου» — σταματούν τα σχόλια εις [[βάρος]] μου<br />ιγ) «μού 'ρχεται στο [[στόμα]]» — λέω [[κάτι]] [[χωρίς]] να το πολυσκεφθώ ή [[θυμάμαι]] αμυδρά [[κάτι]] και δεν [[μπορώ]] να το εκφράσω<br />ιδ) «από [[στόμα]] σε [[στόμα]]»<br />i) από τον ένα στον [[άλλο]] ii) με την προφορική [[παράδοση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, τους Αποστόλους) το [[φερέφωνο]], το όργανο, με το οποίο εκφράζεται το [[θέλημα]] του Θεού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέτωπο]] της παράταξης, οι πρώτες γραμμές («κελεύει δὲ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῦ στόματος ἄνδρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[τάγμα]] τών λοχαγών («τὸ τῶν λοχαγῶν [[τάγμα]] [[στόμα]] καλεῑται», Ασκλ.)<br /><b>3.</b> [[άκρο]], [[χείλος]], [[κορυφή]] («[[ἄκρον]] [[στόμα]] πύργων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ομφαλός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀμφιπίπτω]] στόμασι» — [[ανταλλάσσω]] φιλήματα<br />β) «[[στόμα]] πτολέμοιο» ή «[[στόμα]] ύσμίνης» — το [[στόμα]] του πολέμου ή της μάχης που καταπίνει τους ανθρώπους<br />γ) «[[κατά]] [[στόμα]]» — [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], [[απέναντι]]<br />δ) «οἱ κατὰ [[στόμα]] θεοί» — τα αγάλματα τών θεών στην είσοδο κτηρίου, αυτά που βλέπουν [[προς]] την [[ανατολή]]<br />ε) «[[κατά]] [[στόμα]] τινός» — κατ' [[αντιπαράσταση]]<br />στ) «λαλῶ [[στόμα]] κατὰ [[στόμα]]» — [[μιλώ]] με κάποιον [[απέναντι]] μου, του τά λέω [[κατά]] [[πρόσωπο]]<br />ζ) «[[στόμα]] πρὸς [[στόμα]]» — [[προφορικά]]<br />η) «[[οἴγω]] [[στόμα]]» ή «λύω [[στόμα]]» ή «[[διαίρω]] [[στόμα]]» — [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, [[μιλώ]]<br />θ) «κοιμῶ [[στόμα]]» ή «[[κλείω]] [[στόμα]]» ή «[[συγκλῄω]] [[στόμα]]» ή «ἔχω [[στόμα]]» ή «[[ἐπέχω]] [[στόμα]]» — [[τηρώ]] [[σιγή]], [[σωπαίνω]]<br />ι) «[[δάκνω]] [[στόμα]]» — [[δαγκώνω]] τα χείλη, αναγκάζομαι να σωπάσω, δεν [[τολμώ]] να μιλήσω<br />ια) «εὖ ἔχω [[στόμα]]» — [[τηρώ]] [[ιερή]] [[σιγή]], σε ιεροτελεστίες<br />ιβ) «ἀνὰ [[στόμα]] ἔχω» ή «διά [[στόμα]] [[λέγω]]» ή «διὰ [[στόμα]] ἔχω» — έχω κάποιον στο [[στόμα]] μου, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br />ιγ) «διὰ [[στόμα]] [[εἰμί]]» — αναφέρομαι από κάποιον<br />ιδ) «πᾱσι διὰ στόματος ἦν» και «πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν» και «ἐπὶ [[στόμα]] φερόμενον ἐν πᾱσι» — όλοι [ή πολλοί] μιλούσαν γι' αυτόν<br />ιε) «ἐπὶ στόματος» — [[κατά]] διαταγήν<br />ιστ) «ἑπτάπυλον [[στόμα]]» — οι [[εφτά]] πύλες τών Θηβών<br />ιζ) «[[στόμα]] ζωῆς» — το ακραίο, το τελευταίο [[σημείο]] της ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στόμ</i>-<i>α</i>, με <i>στομ</i>- (<b>πρβλ.</b> τα συνθ. σε <i>στομ</i>-: [[στομακάκη]], <i>στομαλγῶ</i>, [[στόμαργος]]) ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>stom</i>-<i>en</i>- «[[στόμα]]» και συνδέεται με το αβεστ. <i>staman</i>- «[[στόμα]] ζώου». Δευτερευόντως η λ. εντάχθηκε στο κλιτικό [[σύστημα]] τών ουδ. σε -<i>μα</i>, -<i>ματος</i>. Από το θ. <i>στομ</i>- της λ. [[στόμα]] έχει σχηματιστεί ο τ. <i>στόμ</i>-<i>αχος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στωμύλος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στοματικός]], [[στομίας]], [[στόμιο]](<i>ν</i>), [[στομίς]](-<i>ίδα</i>), <i>στομῶ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοματεύω]], [[στομάτιον]], [[στομήρης]], [[στομίζομαι]], [[στομώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[στοματάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στοματάκι]], [[στοματάρα]], [[στοματίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στομαλίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στομακάκη]], [[στομαλγώ]], [[στόμαργος]], [[στοματουργός]], [[στομαυλώ]], [[στομοδόκος]], [[στομοκοπώ]], [[στομοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στοματόκλειστρο]], [[στοματολογία]]. (Β' συνθετικό) [[αθυρόστομος]], [[αμφίστομος]], [[άστομος]], [[αυθαδόστομος]], [[βαθύστομος]], [[δίστομος]], [[ελευθερόστομος]], [[ευρύστομος]], [[εύστομος]], [[κακόστομος]], [[μεγαλόστομος]], [[μικρόστομος]], [[μονόστομος]], [[οξύστομος]], [[πλατύστομος]], [[πολύστομος]], [[στενόστομος]], [[χρυσόστομος]], [[ψευδόστομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγνόστομος]], <i>απαλόστομος</i>, [[αρτίστομος]], [[βαρύστομος]], [[βραχύστομος]], <i>δίχόστομος</i>, <i>ερατόστομος</i>, [[ετερόστομος]], [[ευθύστομος]], [[ηδύστομος]], [[θρασύστομος]], [[ισχυρόστομος]], [[λεπτόστομος]], [[ξενόστομος]], [[ξυλόστομος]], [[οζόστομος]], [[ολόστομος]], [[ομοιόστομος]], [[παχύστομος]], [[περίστομος]], [[σεμνόστομος]], [[σκληρόστομος]], [[τραχύστομος]], [[τυφλόστομος]], [[χαλκόστομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αηδονόστομος]], [[αμβλύστομος]], <i>ανοιχτόστομος</i>, <i>αχρειόστομος</i>, [[ελαφρόστομος]], [[μυριόστομος]], [[πηγαδόστομος]], <i>στραβόστομος</i>, <i>χιλιόστομος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm