χολώ: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).<br /><b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α χολή
1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)
2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).
(II)
-έω, Μ χολή
οργίζομαι.
(III)
-όω, Α
βλ. χολώνω.