3,277,119
edits
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ") |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπυρος]], -ον)<br />ο υπερβολικά [[θερμός]], πολύ [[ζεστός]] (α. «πλεῖστον τοῦ θέρους [[ἔμπυρος]] οὖσα ἡ [[χώρα]] καὶ καυματηρά», <b>Στράβ.</b><br />β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης»)<br /><b>μσν.</b><br />αναμμένος («[[λαμπάδα]] ἔμπυρον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («σκευῶν ἐμπύρων τε καὶ ἀπύρων εὐπόρουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πυρακτωμένος<br /><b>3.</b> [[ψητός]], ψημένος<br /><b>4.</b> (για [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]) αυτός που προκαλεί [[φλόγωση]]<br /><b>5.</b> [[εμπύρετος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καίει, που κατακαίει<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βίαιος]], [[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]<br /><b>8.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] [[πάνω]] στη [[φωτιά]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔμπυρα</i><br />α) (ενν. <i>ιερά</i>) σφάγια ζώων που θυσιάζονται, που καίγονται στον βωμό («κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπυρος]], -ον)<br />ο υπερβολικά [[θερμός]], πολύ [[ζεστός]] (α. «πλεῖστον τοῦ θέρους [[ἔμπυρος]] οὖσα ἡ [[χώρα]] καὶ καυματηρά», <b>Στράβ.</b><br />β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης»)<br /><b>μσν.</b><br />αναμμένος («[[λαμπάδα]] ἔμπυρον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («σκευῶν ἐμπύρων τε καὶ ἀπύρων εὐπόρουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πυρακτωμένος<br /><b>3.</b> [[ψητός]], ψημένος<br /><b>4.</b> (για [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]) αυτός που προκαλεί [[φλόγωση]]<br /><b>5.</b> [[εμπύρετος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καίει, που κατακαίει<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βίαιος]], [[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]<br /><b>8.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] [[πάνω]] στη [[φωτιά]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔμπυρα</i><br />α) (ενν. <i>ιερά</i>) σφάγια ζώων που θυσιάζονται, που καίγονται στον βωμό («κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων ποιεῖσθαι», Πολύβ.) β) θυσίες [[πάνω]] στη [[φωτιά]] για μαντικούς σκοπούς<br />γ) «ἔμπυρα σήματα» — τα μαντεύματα που προέρχονται από τις θυσίες (Απολλ. Ρόδ.)<br />δ) «δι' ἐμπύρων σπονδὰς [[καθίημι]]» — [[κάνω]] σπονδές με έμπυρα <b>(Ευριπ.)</b><br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[ἔμπυρος]] [[τέχνη]]» (<b>Πλάτ.</b>)<br />α) η [[τέχνη]] του σιδηρουργού ή του [[χαλκέα]]<br />β) η [[τέχνη]] της μαντείας με τη [[φωτιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμπύρως</i><br /><b>1.</b> θερμώς, καυστικώς, διαπύρως<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ορμητικά, εμπαθώς («ἐρᾱν ἐμπύρως», Νικ.Χων.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |