ζωναίος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(16) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ζωναῖος, -α, -ον (Μ) [[ζώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια [[ζώνη]] ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ζωναῖοι</i><br />υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές [[τάξη]] θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια [[ζώνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωναῖος [[κόσμος]]» — ο [[κόσμος]] στον οποίο προΐστανται οι ζωναῖοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωναίως</i> (Μ)<br />[[κατά]] τον τρόπο, [[κατά]] την [[ενέργεια]] τών ζωναίων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
ζωναῖος, -α, -ον (Μ) ζώνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ζωναῖοι
υποτιθέμενη από τους αποκρυφιστές τάξη θείων όντων, στοιχείων που προΐστανται στην ουράνια ζώνη
3. φρ. «ζωναῖος κόσμος» — ο κόσμος στον οποίο προΐστανται οι ζωναῖοι.
επίρρ...
ζωναίως (Μ)
κατά τον τρόπο, κατά την ενέργεια τών ζωναίων.