3,277,649
edits
(20) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, -αῑα, -ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) [[Κέρκυρα]]<br />ο [[κάτοικος]] της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κερκυραία [[μάστιξ]]» — φοβερό [[βασανιστήριο]] όργανο, [[είδος]] μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες. | ||
}} | }} |