κύμα: Difference between revisions

No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "αῑον" to "αῖον"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM κῡμα)<br /><b>1.</b> αλλεπάλληλο καμπυλωτό [[έπαρμα]] της επιφάνειας της θάλασσας ή ποταμού ή λίμνης (α. «μ' αρέσει να [[κολυμπώ]] όταν η [[θάλασσα]] έχει κύματα» β. «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων (α. «κύματα φανατικών οπαδών τών δύο ομάδων ξεχύθηκαν στους δρόμους» β. «βοᾷ γὰρ κῡμα χερσαῑον στρατοῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (συν. στον εν.) <b>μτφ.</b> [[φυσικό]] ή κοινωνικό ή ηθικό [[φαινόμενο]], ατομικό ή κοινωνικό [[ελάττωμα]] ή [[πάθος]], [[δυστυχία]], [[επιδημία]], [[συμφορά]] [[μεγάλης]] έντασης και με επιβλαβείς [[συνήθως]] συνέπειες (α. «νέο [[κύμα]] καύσωνα προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι» β. «[[κύμα]] απεργιών προβλέπεται για τον [[άλλο]] [[μήνα]]» γ. «[[κύμα]] αγανάκτησης γέμισε την [[ψυχή]] μας» δ. «[[κύμα]] κατακλυσμὸν φέρον νόσων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> περιοδική [[διατάραξη]] ενός μέσου ή χώρου, διαδιδόμενη με ορισμένη [[ταχύτητα]], η οποία μπορεί να έχει τη [[μορφή]] ταλάντωσης τών σωματιδίων του μέσου ή περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του ή μεταβολής του ηλεκτρικού, μαγνητικού ή οποιουδήποτε μη δυναμικού πεδίου του χώρου (α. «ηχητικό [[κύμα]]» β. «ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]]» γ. «σεισμικό [[κύμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω περάσει από [[σαράντα]] κύματα» — έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, έχω συναντήσει κι έχω ξεπεράσει [[πολλά]] εμπόδια<br />β) «εκπέμπουμε σε διαφορετικά μήκη κύματος» — δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, διαφέρουμε ριζικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάγλυφο]] [[αυλάκι]] ή [[κοιλότητα]] που διακοσμεί την [[πρόσοψη]] οικοδομημάτων, αλλ. [[κυμάτιον]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]] που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[κύημα]] («τροφὸς δέ κύματος νεοσπόρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βλαστάρι]], φυτού και ειδ. της κράμβης<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πρὸς κῡμα [[λακτίζω]]» — [[ματαιοπονώ]] για πράγματα ή καταστάσεις που δεν αλλάζουν, <b>Ευρ.</b><br />β) «αριθμῶ τὰ κύματα» ή «κύματα μετρὼ» — [[απρακτώ]], δεν [[κάνω]] [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> κυῶ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυματίζω]], [[κυμάτιο]], [[κυματόεις]], <i>κυματώ</i>, [[κυματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυμάς]], [[κυματηρός]], [[κυματίας]], [[Κυμώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυμαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυματηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κυματική</i>, [[κυματούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κυματοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυματοαγής]], [[κυματοβόλος]], [[κυματοδρόμος]], [[κυματολήγη]], [[κυματοπλήξ]], [[κυματότροφος]], [[κυματοτρόφος]], [[κυματοφθόρος]], [[κυματωγή]], [[κυμοδέγμων]], [[κυμοδόκη]], [[κυμοθαλής]], [[κυμοθόη]], [[κυμόκτυπος]], [[κυμοπλήξ]], [[κυμοπόλεια]], [[κυμορρώξ]], [[κυμοτόκος]], [[κυμοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυμαγωγώ]], [[κυματόκλυστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυματαγωγή]], [[κυματάκι]], [[κυματανάπαλση]], [[κυματοβολή]], [[κυματογενής]], [[κυματογόνος]], [[κυματόζωστος]], [[κυματοθραύστης]], [[κυματόθριξ]] [[κυματόπλαστος]], [[κυματοφαγωμένος]]].
|mltxt=το (AM κῡμα)<br /><b>1.</b> αλλεπάλληλο καμπυλωτό [[έπαρμα]] της επιφάνειας της θάλασσας ή ποταμού ή λίμνης (α. «μ' αρέσει να [[κολυμπώ]] όταν η [[θάλασσα]] έχει κύματα» β. «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων (α. «κύματα φανατικών οπαδών τών δύο ομάδων ξεχύθηκαν στους δρόμους» β. «βοᾷ γὰρ κῡμα χερσαῖον στρατοῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (συν. στον εν.) <b>μτφ.</b> [[φυσικό]] ή κοινωνικό ή ηθικό [[φαινόμενο]], ατομικό ή κοινωνικό [[ελάττωμα]] ή [[πάθος]], [[δυστυχία]], [[επιδημία]], [[συμφορά]] [[μεγάλης]] έντασης και με επιβλαβείς [[συνήθως]] συνέπειες (α. «νέο [[κύμα]] καύσωνα προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι» β. «[[κύμα]] απεργιών προβλέπεται για τον [[άλλο]] [[μήνα]]» γ. «[[κύμα]] αγανάκτησης γέμισε την [[ψυχή]] μας» δ. «[[κύμα]] κατακλυσμὸν φέρον νόσων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> περιοδική [[διατάραξη]] ενός μέσου ή χώρου, διαδιδόμενη με ορισμένη [[ταχύτητα]], η οποία μπορεί να έχει τη [[μορφή]] ταλάντωσης τών σωματιδίων του μέσου ή περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του ή μεταβολής του ηλεκτρικού, μαγνητικού ή οποιουδήποτε μη δυναμικού πεδίου του χώρου (α. «ηχητικό [[κύμα]]» β. «ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]]» γ. «σεισμικό [[κύμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω περάσει από [[σαράντα]] κύματα» — έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, έχω συναντήσει κι έχω ξεπεράσει [[πολλά]] εμπόδια<br />β) «εκπέμπουμε σε διαφορετικά μήκη κύματος» — δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, διαφέρουμε ριζικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάγλυφο]] [[αυλάκι]] ή [[κοιλότητα]] που διακοσμεί την [[πρόσοψη]] οικοδομημάτων, αλλ. [[κυμάτιον]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]] που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[κύημα]] («τροφὸς δέ κύματος νεοσπόρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βλαστάρι]], φυτού και ειδ. της κράμβης<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πρὸς κῡμα [[λακτίζω]]» — [[ματαιοπονώ]] για πράγματα ή καταστάσεις που δεν αλλάζουν, <b>Ευρ.</b><br />β) «αριθμῶ τὰ κύματα» ή «κύματα μετρὼ» — [[απρακτώ]], δεν [[κάνω]] [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> κυῶ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυματίζω]], [[κυμάτιο]], [[κυματόεις]], <i>κυματώ</i>, [[κυματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυμάς]], [[κυματηρός]], [[κυματίας]], [[Κυμώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυμαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυματηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κυματική</i>, [[κυματούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κυματοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυματοαγής]], [[κυματοβόλος]], [[κυματοδρόμος]], [[κυματολήγη]], [[κυματοπλήξ]], [[κυματότροφος]], [[κυματοτρόφος]], [[κυματοφθόρος]], [[κυματωγή]], [[κυμοδέγμων]], [[κυμοδόκη]], [[κυμοθαλής]], [[κυμοθόη]], [[κυμόκτυπος]], [[κυμοπλήξ]], [[κυμοπόλεια]], [[κυμορρώξ]], [[κυμοτόκος]], [[κυμοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυμαγωγώ]], [[κυματόκλυστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυματαγωγή]], [[κυματάκι]], [[κυματανάπαλση]], [[κυματοβολή]], [[κυματογενής]], [[κυματογόνος]], [[κυματόζωστος]], [[κυματοθραύστης]], [[κυματόθριξ]] [[κυματόπλαστος]], [[κυματοφαγωμένος]]].
}}
}}