υπόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(44)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόχρυσος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επίχρυσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρυσίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ [[ὑπόχρυσος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> ο υπερβολικά [[πλούσιος]] («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>χρυσος</i>, [[περί]]-<i>χρυσος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόχρυσος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επίχρυσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρυσίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ [[ὑπόχρυσος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο υπερβολικά [[πλούσιος]] («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>χρυσος</i>, [[περί]]-<i>χρυσος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόχρυσος, -ον, ΝΑ
1. επίχρυσος
2. αυτός που χρυσίζει
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.)
2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρυσός (πρβλ. ἐπί-χρυσος, περί-χρυσος)].