Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακάτιο: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(2)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀκάτιον]]) [[ἄκατος]]<br />μικρή [[άκατος]], μικρό [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ιστίου (πανιού) (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 6, 2, 27, <b>Πλούτ.</b> 2.15d, Λουκ., [[Ζευς]] τραγ</i>, 46)<br /><b>2.</b> [[ποτηράκι]] (Επικράτ. άδ. 2)<br /><b>3.</b> [[σανδάλι]] γυναικείο (<b>[[Πολυδ]].</b> 7, 93, <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μικρόσωμος]] [[άνθρωπος]], [[νάνος]] (Φρύνιχος).
|mltxt=το (Α [[ἀκάτιον]]) [[ἄκατος]]<br />μικρή [[άκατος]], μικρό [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ιστίου (πανιού) (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 6, 2, 27, <b>Πλούτ.</b> 2.15d, Λουκ., [[Ζευς]] τραγ</i>, 46)<br /><b>2.</b> [[ποτηράκι]] (Επικράτ. άδ. 2)<br /><b>3.</b> [[σανδάλι]] γυναικείο (<b>Πολυδ.</b> 7, 93, <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μικρόσωμος]] [[άνθρωπος]], [[νάνος]] (Φρύνιχος).
}}
}}

Latest revision as of 18:57, 28 March 2021

Greek Monolingual

το (Α ἀκάτιον) ἄκατος
μικρή άκατος, μικρό πλοίο
αρχ.
1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46)
2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2)
3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.)
4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος (Φρύνιχος).