3,278,039
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνηγέσιον''': τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ | |lstext='''κῠνηγέσιον''': τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, [[πλῆθος]] κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· [[ὡσαύτως]], ὁμὰς λύκων [[ὁμοῦ]] θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. [[κυνήγιον]], [[θήρα]], καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. [[αὐτόθι]] 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = [[κυνήγιον]] 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον [[θήραμα]], «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |