παπταίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παπταίνω''': μέλλ. -ᾰνω: ἀόρ. ἐπάπτηνα, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε [[ἄνευ]] αὐξήσεως· (ἴδε ἐν τέλ.)· Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, παρατηρῶ, κυττάζω, [[πάντοσε]] παπταίνων, ὥς τ’ αἰετὸς Ἰλ. Ρ. 674· δεινὸν π, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 608· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] παραλλήλου σημασίας φόβου ἢ φυλάξεως, [[περιβλέπω]], [[προσέχω]] ὁλόγυρα, Ἰλ. Ν. 551, κτλ.· [[πάντοσε]] παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεὶ Ὀδ. Χ. 380· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[πάντοσε]] παπταίνων, μή τις [[χρόα]] χαλκῷ ἐπαύρῃ [[αὐτόθι]] 649, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 334, 1034· πάπτηνεν δὲ [[ἕκαστος]], ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, περιέβλεψε [διὰ νὰ ἴδῃ] πῶς …, Ἰλ. Π. 283 πάπτηνεν ... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 381· - [[μετὰ]] προθέσ., ἀμφὶ ἓ παπταίνειν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574· [[πάντη]] δέ μοι [[ὄσσε]] Τρωικὸν ἄμ [[πεδίον]] παπταίνετον, περιβλέπουσιν, Ψ. 464· τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου Λ. 545· π. ... κατὰ στίχας Ἰλ. Ρ. 84· [[πάντη]] π. πρὸς πέτραν Ὀδ. Μ. 233· [[πάντοσε]] π. [[ποτὶ]] τοίχους Χ. 24· π. μεθ’ ὁμήλικας, [[βλέπω]] [[μετὰ]] πόθου πρὸς τοὺς συμπαίκτορας, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442· - βραδύτερον, [[εἴσω]] τῆσδε π. πύλης, Σοφ. Αἴ. 11· ἐς γάμον ἄλλης π. Ἀνθολ. Π. 7. 700. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα ἀναζητῶν τινα ἤ τι, ζητῶ τινα ἤ τι, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Ἰλ. Δ. 200· π. Αἴαντα μέγαν Ρ. 115· π. τὰ [[πόρσω]] Πινδ. Π. 3.39, πρβλ. Ο. 1. 183, Ι. 7 (6), 61· παπτάναις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἀρίγνωτον [[πέδιλον]], προσηλώσας τὰ βλέμματά του εἰς …, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 4. 166· τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι π., μὲ ἀγρίους ὀφθαλμοὺς προσβλέπων, Σοφ. Ἀντ. 1231. - Σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ εὕρηται παρὰ τοῖς πεζολόγοις (Ἐπειδὴ ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[κυρίως]] σημαίνουσα πεφοβημένον [[βλέμμα]], προέκυψεν [[ἴσως]] κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΠΤΑ, πρβλ. [[πτήσσω]]).
|lstext='''παπταίνω''': μέλλ. -ᾰνω: ἀόρ. ἐπάπτηνα, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε [[ἄνευ]] αὐξήσεως· (ἴδε ἐν τέλ.)· Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[βλέπω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, κυττάζω, [[πάντοσε]] παπταίνων, ὥς τ’ αἰετὸς Ἰλ. Ρ. 674· δεινὸν π, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 608· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ παραλλήλου σημασίας φόβου ἢ φυλάξεως, [[περιβλέπω]], [[προσέχω]] ὁλόγυρα, Ἰλ. Ν. 551, κτλ.· [[πάντοσε]] παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεὶ Ὀδ. Χ. 380· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[πάντοσε]] παπταίνων, μή τις [[χρόα]] χαλκῷ ἐπαύρῃ [[αὐτόθι]] 649, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 334, 1034· πάπτηνεν δὲ [[ἕκαστος]], ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, περιέβλεψε [διὰ νὰ ἴδῃ] πῶς …, Ἰλ. Π. 283 πάπτηνεν ... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 381· - μετὰ προθέσ., ἀμφὶ ἓ παπταίνειν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574· [[πάντη]] δέ μοι [[ὄσσε]] Τρωικὸν ἄμ [[πεδίον]] παπταίνετον, περιβλέπουσιν, Ψ. 464· τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου Λ. 545· π. ... κατὰ στίχας Ἰλ. Ρ. 84· [[πάντη]] π. πρὸς πέτραν Ὀδ. Μ. 233· [[πάντοσε]] π. [[ποτὶ]] τοίχους Χ. 24· π. μεθ’ ὁμήλικας, [[βλέπω]] μετὰ πόθου πρὸς τοὺς συμπαίκτορας, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442· - βραδύτερον, [[εἴσω]] τῆσδε π. πύλης, Σοφ. Αἴ. 11· ἐς γάμον ἄλλης π. Ἀνθολ. Π. 7. 700. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα ἀναζητῶν τινα ἤ τι, ζητῶ τινα ἤ τι, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Ἰλ. Δ. 200· π. Αἴαντα μέγαν Ρ. 115· π. τὰ [[πόρσω]] Πινδ. Π. 3.39, πρβλ. Ο. 1. 183, Ι. 7 (6), 61· παπτάναις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἀρίγνωτον [[πέδιλον]], προσηλώσας τὰ βλέμματά του εἰς …, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 4. 166· τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι π., μὲ ἀγρίους ὀφθαλμοὺς προσβλέπων, Σοφ. Ἀντ. 1231. - Σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ εὕρηται παρὰ τοῖς πεζολόγοις (Ἐπειδὴ ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[κυρίως]] σημαίνουσα πεφοβημένον [[βλέμμα]], προέκυψεν [[ἴσως]] κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΠΤΑ, πρβλ. [[πτήσσω]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly