3,277,649
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῖνος''': ἡ, [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 859, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἀμφότερα ὁ καὶ ἡ, παρὰ Θεοφρ.· ― ἡ ἀειθαλὴς [[δρῦς]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 95, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16. 2) μικρόν τι [[εἶδος]] πρίνου | |lstext='''πρῖνος''': ἡ, [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 859, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἀμφότερα ὁ καὶ ἡ, παρὰ Θεοφρ.· ― ἡ ἀειθαλὴς [[δρῦς]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 95, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16. 2) μικρόν τι [[εἶδος]] πρίνου μετὰ ἀκανθωδῶν φύλλων οὗ ὁ [[καρπὸς]] καλεῖται [[ἄκυλος]], Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἐκ τῶν [[κόκκων]] τοῦ πρίνου ἐγίνετο βαφὴ ἐρυθρά, quercus coccifera, ἢ τὸν φοινικοῦν κόκκον φέρει Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3· ἔτι καὶ νῦν καλεῖται πρινάρι ἐν Ἑλλάδι, ὅρα Sibthorp ἐν Walpole 2. σ. 237. ― Ἐν Σιμωνίδ. 23, ἔχομεν πρινὸς [[ἄνθος]], [[ὅπερ]] ἐὰν [[εἶναι]] ὀρθόν, θὰ [[εἶναι]] ἑτερόκλ. γεν. ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[πρίν]]. [ῑ ἀείποτε· [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ὁ Schäfer διώρθωσε δρυὸς [[ἔλυμα]], [[γύης]] πρίνου, ἀντὶ πρίνου τε [[γύης]]· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 312 ἢ πρῖνον ἢ τάν..., ἡ γραφὴ [[εἶναι]] ἐφθαρμένη]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |