3,274,747
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσδοκία''': ἡ, τὸ προσδοκᾶν, περιμένειν, ἐπ’ ἐλπίδι ἢ | |lstext='''προσδοκία''': ἡ, τὸ προσδοκᾶν, περιμένειν, ἐπ’ ἐλπίδι ἢ μετὰ φόβου, ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ φόβου, 1) μετὰ γεν., μέλλοντος, κακοῦ, δεινῶν, θανάτου Πλάτ. Λάχ. 198Β, Τίμ. 70C, πρβλ. Σοφιστ. 264Β· πρ. τοῦ μέλλοντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 5· τὸν φόβον ὁρίζονται· πρ. κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 3. 6, 2· ἔχειν πρ. τῆς ἀσφαλείας Δημ. 319. 9· πρ. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19· πρ. μεγάλην ἔχειν ὠς εὖ ἐροῦντός τινος Πλάτ. Συμπ. 194Α· τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, δηλ. τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν διεγερθεισῶν προσδοκιῶν, Αἰσχίν. 52. 10. 2) ἀπολ., τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων Δημ. 348. 23· αἱ ἔσχαται πρ. Διόδ. 20. 78. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[προσδοκία]] ἦν μή... ἢ μὴ οὐ... Θουκ. 2. 93., 5. 14· [[ὡσαύτως]], προσδοκίαν παρέχειν ὡς... ὁ αὐτ. 7. 12· πρ. ἐμποιεῖν ὡς... Ἰσοκρ. 159Ε. 4) μετὰ προθέσεων, πρὸς προσδοκίαν, κατὰ τὴν προσδοκίαν, Θουκ. 6. 63· οὕτω, κατὰ πρ. Πλάτ. Σοφιστ. 264Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ προσδοκίαν, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[σχῆμα]] ῥητορικόν, [[ὅταν]] [[ἄλλο]] προσδοκᾷ νὰ ἀκούσῃ ὁ ἀκροατὴς καὶ [[ἄλλο]] λέγηται, ὡς ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ ― χίμεθλα ([[ἔνθα]] περιέμενέ τις νὰ ἀκούσῃ πέδιλα) Δημήτρ. Φαληρ. 152, Ρήτορες (Walz) 8. 544, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |