3,273,446
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεχνάομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόριστ. ἐτεχνησάμην, Ἐπίκ. τεχν-· πρκμ. τετέχνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. τετεχνέαται Ἱππ. 17 ἐν τέλει· ἀποθ. Κατασκευάζω ἐντέχνως, δεξιῶς, ἐντελῶς, [[ἐξεργάζομαι]], Ὀδ. Ε. 259· περὶ τοῦ ἐν Ὀδ. Λ. 613, ἴδε ἐν λ. μὴ Α. 4· πολλὰ τεχνῶμαι, εἰς πολλὰς τέχνας καταγίνομαι, ἀδύνατον οὖν πολλὰ τεχνώμενον ἄνθρωπον πάντα [[καλῶς]] ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. τὴν παροιμίαν τοῦ λαοῦ: «πολυτεχνίτης ἐρημοσπίτης», καὶ «ὅποιος κυνηγάει πολλοὺς λαγοὺς κανένα δὲν πιάνει». 2) [[ὡσαύτως]] ὡς παθητ., κατασκευάζομαι διὰ τῆς τέχνης, ὅ τι καλὸν αὐτοῖς τεχνῷτο Ξεν. Κύρ. 8. 6, 23· τὰ τετεχνημένα, τὰ διὰ τῆς τέχνης κατεσκευασμένα, τεχνουργημένα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. ― Περὶ τοῦ ὑποτιθεμένου ἐνεργ. τεχνῆσαι, ἴδε ἐν λέξ. [[τεχνήεις]]. ΙΙ. κατορθώνω ἢ μηχανῶμαι | |lstext='''τεχνάομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόριστ. ἐτεχνησάμην, Ἐπίκ. τεχν-· πρκμ. τετέχνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. τετεχνέαται Ἱππ. 17 ἐν τέλει· ἀποθ. Κατασκευάζω ἐντέχνως, δεξιῶς, ἐντελῶς, [[ἐξεργάζομαι]], Ὀδ. Ε. 259· περὶ τοῦ ἐν Ὀδ. Λ. 613, ἴδε ἐν λ. μὴ Α. 4· πολλὰ τεχνῶμαι, εἰς πολλὰς τέχνας καταγίνομαι, ἀδύνατον οὖν πολλὰ τεχνώμενον ἄνθρωπον πάντα [[καλῶς]] ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. τὴν παροιμίαν τοῦ λαοῦ: «πολυτεχνίτης ἐρημοσπίτης», καὶ «ὅποιος κυνηγάει πολλοὺς λαγοὺς κανένα δὲν πιάνει». 2) [[ὡσαύτως]] ὡς παθητ., κατασκευάζομαι διὰ τῆς τέχνης, ὅ τι καλὸν αὐτοῖς τεχνῷτο Ξεν. Κύρ. 8. 6, 23· τὰ τετεχνημένα, τὰ διὰ τῆς τέχνης κατεσκευασμένα, τεχνουργημένα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. ― Περὶ τοῦ ὑποτιθεμένου ἐνεργ. τεχνῆσαι, ἴδε ἐν λέξ. [[τεχνήεις]]. ΙΙ. κατορθώνω ἢ μηχανῶμαι μετὰ τέχνης καὶ ἐπιτηδειότητος, [[ἐφευρίσκω]], [[ταῦτα]] δ’ [[ἐγών]]... τεχνήσομαι Ἰλ. Ψ. 415, κτλ.· χερσὶν ἀτεχνησάμην Σοφ. Τρ. 534, πρβλ. 928· τῶν μηδὲν ὀρθῶς... τεχνωμένων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 490· τ. κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 80· [[πόλεμος]] ἀφ’ [[αὐτοῦ]] τὰ πολλὰ τεχνᾶται πρὸς τὸ παρατυγχάνον Θουκ. 1. 122· ― ἀπολ., γένοιτο... πᾶν θεοῦ τεχνωμένου, θεοῦ ἐπιχειροῦντος, Σοφ. Αἴ. 86, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 369, 382, 402, Ἀριστοφ. Σφ. 177· ― μετ’ ἀπαρεμφ., ἐπαινῶ, μηχανῶμαι πῶς νὰ πράξω, Θουκ. 4. 26· οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐπινοῶ μέσα [[ὅπως]] πράξω τι, τεχνήσομαι ὥς κε γένηται [[παῖς]] ἐμὸς Ὕμν, Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 326· τ. τί ἂν φάγοι Ξεν. Ἀγησ. 9, 3. 2) ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ τεχνηθεὶς [[δόλος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 14. Πρβλ. [[τεχνάζω]], ἐν τέλει. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |