ἀμελέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "γ" to "γ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμελέω''': [ᾰ]: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμέλησα, Ἐπ. ἀμ., πρκμ. ἠμέληκα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43: ([[ἀμελής]]). Δὲν [[φροντίζω]] [[περί]]..., ὀλιγωρῶ, παραμελῶ (ἀλλὰ [[πάντοτε]] μετ’ ἀρνήσεως) Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), οὐδ’ ὣς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Ἰλ. Ρ. 697· οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος, [[ἔνθα]] ἐνυπάρχει ἡ [[ἔννοια]] τῆς προστασίας, Θ. 330· οὐκ ἀμέλησε Πατρόκλοιο πεσόντος, δὲν ἠδιαφόρησε περὶ τοῦ Πατρόκλου [[[ὅπως]] σκυλεύσῃ αὐτόν], Ρ. 9: - οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ. [[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] ἀρνήσ.: εἰ τούτων ἀμελήσει Ἡρόδ. 2. 121, 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 989, Θουκ. 3. 40. Πλάτ., κτλ.: δόξης ἀμελῆσαι Δημ. 303, 21: ἀμελήσας ὑμῶν ὁ αὐτ. 568.16. - Ἐν Λυκούρ. 149. 36, ἀντὶ τούτῳ διωρθώθη τούτου. 2) ἀπολ. = εἶμαι [[ἀμελής]], [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀδιάφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 398, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., Ἰσοκρ. 206Ε, κτλ.: τὸ [[μἀμελεῖν]] (ὅ ἐ. μὴ ἀμελεῖν) μάθε, μάθε νὰ μὴ παραμελῆς, νὰ προσέχῃς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 86: - [[σπανία]] σύνταξ. πῶς ἐπὶ φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν, πῶς [[εἶναι]] ὀρθὸν (καλὸν) νὰ ἀμελῇ τις τῶν πρὸς τοὺς νεκροὺς καθηκόντων, Σοφ. Ἠλ. 237. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἡρόδ. 7. 163, μ. αἰτ. προσώπ. καὶ μετοχ., [[παραβλέπω]], ἀνέχομαι, ἀφίνω, ὡς τὸ περιορᾶν, παῖδας... λάθρᾳ θνήσκοντας ἀμελεῖ, τοὺς ἀφίνει νὰ ἀποθνήσκωσιν, Εὐρ. Ἴων 439: - ὁ Ξεν. ἔχει τὴν γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἑλλ. 5. 2, 16, Ἀπομ. 2. 3, 9. 4) μετ’ ἀπαρ., παραμελῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 2. 66, Πλάτ. Φαίδων 98D, Νόμ. 944C, καὶ ἀλλ. ΙΙ. Παθ. παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Εὐρ. Ι. Α. 1094, Θουκ. 1. 68· ἐκφεύγει τἀμελούμενον, Σοφ. Ο.Τ. 111· οὐδ’ ἐκεῖνά μοι ἀμελεῖται Ξεν. Οἰκ. 12. 2· οἱ ἠμελημένοι ἄνθρωποι Θουκ. 2. 49: - Ἐπίρρ. [[ἠμελημένως]] = μετ’ ἀμελείας, ἀπροσέκτως, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 19. ΙΙΙ [[ἀμέλει]], ἴδε ἐν λέξ.
|lstext='''ἀμελέω''': [ᾰ]: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμέλησα, Ἐπ. ἀμ., πρκμ. ἠμέληκα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43: ([[ἀμελής]]). Δὲν [[φροντίζω]] [[περί]]..., ὀλιγωρῶ, παραμελῶ (ἀλλὰ [[πάντοτε]] μετ’ ἀρνήσεως) Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), οὐδ’ ὣς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Ἰλ. Ρ. 697· οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος, [[ἔνθα]] ἐνυπάρχει ἡ [[ἔννοια]] τῆς προστασίας, Θ. 330· οὐκ ἀμέλησε Πατρόκλοιο πεσόντος, δὲν ἠδιαφόρησε περὶ τοῦ Πατρόκλου [[[ὅπως]] σκυλεύσῃ αὐτόν], Ρ. 9: - οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ. μετὰ ἢ [[ἄνευ]] ἀρνήσ.: εἰ τούτων ἀμελήσει Ἡρόδ. 2. 121, 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 989, Θουκ. 3. 40. Πλάτ., κτλ.: δόξης ἀμελῆσαι Δημ. 303, 21: ἀμελήσας ὑμῶν ὁ αὐτ. 568.16. - Ἐν Λυκούρ. 149. 36, ἀντὶ τούτῳ διωρθώθη τούτου. 2) ἀπολ. = εἶμαι [[ἀμελής]], [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀδιάφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 398, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., Ἰσοκρ. 206Ε, κτλ.: τὸ [[μἀμελεῖν]] (ὅ ἐ. μὴ ἀμελεῖν) μάθε, μάθε νὰ μὴ παραμελῆς, νὰ προσέχῃς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 86: - [[σπανία]] σύνταξ. πῶς ἐπὶ φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν, πῶς [[εἶναι]] ὀρθὸν (καλὸν) νὰ ἀμελῇ τις τῶν πρὸς τοὺς νεκροὺς καθηκόντων, Σοφ. Ἠλ. 237. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἡρόδ. 7. 163, μ. αἰτ. προσώπ. καὶ μετοχ., [[παραβλέπω]], ἀνέχομαι, ἀφίνω, ὡς τὸ περιορᾶν, παῖδας... λάθρᾳ θνήσκοντας ἀμελεῖ, τοὺς ἀφίνει νὰ ἀποθνήσκωσιν, Εὐρ. Ἴων 439: - ὁ Ξεν. ἔχει τὴν γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἑλλ. 5. 2, 16, Ἀπομ. 2. 3, 9. 4) μετ’ ἀπαρ., παραμελῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 2. 66, Πλάτ. Φαίδων 98D, Νόμ. 944C, καὶ ἀλλ. ΙΙ. Παθ. παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Εὐρ. Ι. Α. 1094, Θουκ. 1. 68· ἐκφεύγει τἀμελούμενον, Σοφ. Ο.Τ. 111· οὐδ’ ἐκεῖνά μοι ἀμελεῖται Ξεν. Οἰκ. 12. 2· οἱ ἠμελημένοι ἄνθρωποι Θουκ. 2. 49: - Ἐπίρρ. [[ἠμελημένως]] = μετ’ ἀμελείας, ἀπροσέκτως, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 19. ΙΙΙ [[ἀμέλει]], ἴδε ἐν λέξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly