ἀνήκοος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀκοῆς, [[κωφός]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, [[ἀμαθής]] τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον [[εἶναι]] ἔνια γεγενημένα ([[ἔνθα]] τὸ ἀνήκοον [[εἶναι]] = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., [[ἀγράμματος]], [[ἀπαίδευτος]], Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, [[ἀπείθεια]], Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35.
|lstext='''ἀνήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀκοῆς, [[κωφός]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) μετὰ γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, [[ἀμαθής]] τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον [[εἶναι]] ἔνια γεγενημένα ([[ἔνθα]] τὸ ἀνήκοον [[εἶναι]] = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., [[ἀγράμματος]], [[ἀπαίδευτος]], Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, [[ἀπείθεια]], Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35.
}}
}}
{{bailly
{{bailly