ἀνθίστημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθίστημι''': μέλλ. ἀντιστήσω: - στήνω τι [[ἐναντίον]], ἀλλ’ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389· πύργον ξύλινον.. ἀντέστησαν Θουκ. 4. 115· ἰδίως ἐν μάχῃ, πελταστικὴν .. ἀνθίστασαν τροπαῖον καὶ αὐτοὶ ὡς νικήσαντες, ἔστησαν καὶ αὐτοὶ ὁμοίως, Θουκ. 1. 105· «μὴ ἔριζε [[μετὰ]] ἀνθρώπου πλουσίου, [[μήποτε]] ἀντιστήσῃ σου τὴν ὁλκήν», [[μήπως]] κλίνῃ ἡ [[πλάστιγξ]] [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]] (ἴδε ὁλκὴ ΙΙΙ), Ἑβδ. (Σειράχ, η΄, 2). 2) [[ἁρμόζω]] τι [[πρός]] τι, Λατ. componere, ἑπομ. [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ παθ. μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἀντέστην: ἀόρ. α΄ παθ. ἀντεστάθην παρ’ Ἡροδ. 5. 72: πρκμ. ἀνθέστηκα Κ. Δ.: Ἀττ. συνῃρ. μετοχ. ἀνθεστὼς Θουκ. 6. 70: μέλλ. ἀντιστήσομαι Ἡρόδ. 8. 75, Σοφ. Ο. Κ. 645: ἀόρ. α΄ ἀντεστησάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389: ἵσταμαι [[ἐναντίον]], ἰδίως ἐν μάχῃ, ἐναντιοῦμαι, Ἥρῃ δ’ ἀντέστη.. Ἄρτεμις Ἰλ. Κ. 70. πρβλ. 72, Ἡρόδ. 6. 117, καὶ ἀλλαχοῦ· τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ἡμετέροις βουλήμασι Δημ. 242. 9· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ’ Ἄρης ἀνθ. Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Θουκ. 1. 93, Ξεν. Συμπ. 5, 1: σπανίως [[μετὰ]] γεν., [[δέος]].. σοι φρενῶν ἀνθίσταται Αἰσχύλ. Πέρσ. 703 (ὁ Βαλκ. ὑποβάλλει διόρθωσιν ἀνθάπτεται), πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 520. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀποβαίνω]] οὐχὶ εὐνοϊκῶς [[πρός]] τινα, ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος Θουκ. 5. 4, πρβλ. 38· ἂν τὰ παρ’ ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἀντιστῇ Δημ. 450. 15. 3) ἐξακολουθῶ ἀνθιστάμενος, ἀλλ’ ἔτ’ ἄρ’ ἀνθίσταντο Ἰλ. Π. 305· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἐξακολουθῶ μαχόμενος, Ἡρόδ. 5. 72, κτλ.· ὑπέρ τινος Σφ. Αἴ. 1231, Ἀντ. 518.
|lstext='''ἀνθίστημι''': μέλλ. ἀντιστήσω: - στήνω τι [[ἐναντίον]], ἀλλ’ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389· πύργον ξύλινον.. ἀντέστησαν Θουκ. 4. 115· ἰδίως ἐν μάχῃ, πελταστικὴν .. ἀνθίστασαν τροπαῖον καὶ αὐτοὶ ὡς νικήσαντες, ἔστησαν καὶ αὐτοὶ ὁμοίως, Θουκ. 1. 105· «μὴ ἔριζε μετὰ ἀνθρώπου πλουσίου, [[μήποτε]] ἀντιστήσῃ σου τὴν ὁλκήν», [[μήπως]] κλίνῃ ἡ [[πλάστιγξ]] [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]] (ἴδε ὁλκὴ ΙΙΙ), Ἑβδ. (Σειράχ, η΄, 2). 2) [[ἁρμόζω]] τι [[πρός]] τι, Λατ. componere, ἑπομ. [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ παθ. μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἀντέστην: ἀόρ. α΄ παθ. ἀντεστάθην παρ’ Ἡροδ. 5. 72: πρκμ. ἀνθέστηκα Κ. Δ.: Ἀττ. συνῃρ. μετοχ. ἀνθεστὼς Θουκ. 6. 70: μέλλ. ἀντιστήσομαι Ἡρόδ. 8. 75, Σοφ. Ο. Κ. 645: ἀόρ. α΄ ἀντεστησάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389: ἵσταμαι [[ἐναντίον]], ἰδίως ἐν μάχῃ, ἐναντιοῦμαι, Ἥρῃ δ’ ἀντέστη.. Ἄρτεμις Ἰλ. Κ. 70. πρβλ. 72, Ἡρόδ. 6. 117, καὶ ἀλλαχοῦ· τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ἡμετέροις βουλήμασι Δημ. 242. 9· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ’ Ἄρης ἀνθ. Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Θουκ. 1. 93, Ξεν. Συμπ. 5, 1: σπανίως μετὰ γεν., [[δέος]].. σοι φρενῶν ἀνθίσταται Αἰσχύλ. Πέρσ. 703 (ὁ Βαλκ. ὑποβάλλει διόρθωσιν ἀνθάπτεται), πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 520. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀποβαίνω]] οὐχὶ εὐνοϊκῶς [[πρός]] τινα, ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος Θουκ. 5. 4, πρβλ. 38· ἂν τὰ παρ’ ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἀντιστῇ Δημ. 450. 15. 3) ἐξακολουθῶ ἀνθιστάμενος, ἀλλ’ ἔτ’ ἄρ’ ἀνθίσταντο Ἰλ. Π. 305· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἐξακολουθῶ μαχόμενος, Ἡρόδ. 5. 72, κτλ.· ὑπέρ τινος Σφ. Αἴ. 1231, Ἀντ. 518.
}}
}}
{{bailly
{{bailly