3,277,637
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰλεπότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[τραχύτης]], τὸ δύσβατον, τῶν χωρίων Θουκ. 4. 12, 33. 2) ἐπὶ λόγων, [[δυσκολία]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10, 1, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 254Α. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς ἀνθρώπους, [[τραχύτης]], [[σκληρότης]], [[ἀγριότης]], [[δυστροπία]], [[αὐστηρότης]], [[ὀργιλότης]], [[δυσκολία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥᾳστώνη, Πλάτ. Κριτί. 107C, Νόμ. 902C· ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 254Α· τρόπων χ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 929D· τῆς πολιτείας Ἰσοκρ. 70Α· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 84, κλπ.· περὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Ἰσοκρ. 251C· χαλεπότητι κολάζειν ὁ αὐτ. 19D· | |lstext='''χᾰλεπότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[τραχύτης]], τὸ δύσβατον, τῶν χωρίων Θουκ. 4. 12, 33. 2) ἐπὶ λόγων, [[δυσκολία]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10, 1, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 254Α. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς ἀνθρώπους, [[τραχύτης]], [[σκληρότης]], [[ἀγριότης]], [[δυστροπία]], [[αὐστηρότης]], [[ὀργιλότης]], [[δυσκολία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥᾳστώνη, Πλάτ. Κριτί. 107C, Νόμ. 902C· ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 254Α· τρόπων χ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 929D· τῆς πολιτείας Ἰσοκρ. 70Α· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 84, κλπ.· περὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Ἰσοκρ. 251C· χαλεπότητι κολάζειν ὁ αὐτ. 19D· μετὰ χαλεπότητος ἀκούειν ὁ αὐτ. 314Β· ἐπὶ τῶν νόμων τοῦ Δράκοντος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· ― ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ πραότητες, Ἰσοκρ. 106Α. 2) ἐπὶ ἵππου, κακὸν φυσικόν, κακὴ [[ἕξις]], [[δυστροπία]], δεῖ δὲ καὶ εἴ τινα χαλεπότητα ἔχοι ὁ [[ἵππος]], καταμανθάνειν Ξεν. Ἱππ. 3. 10· πρβλ. χαλεπὸς Α. ΙΙ. 1. δ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χᾰλεπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> трудность, недоступность (τῶν [[χωρίων]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> суровость, жестокость (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: | |elrutext='''χᾰλεπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> трудность, недоступность (τῶν [[χωρίων]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> суровость, жестокость (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |