ἄατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄᾰτος''': συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) [[ἀκόρεστος]], [[μετὰ]] γεν. [[ἄατος]] πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., [[ἄατος]] [[ὕβρις]], Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ [[ἄατος]] [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]
|lstext='''ἄᾰτος''': συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) [[ἀκόρεστος]], μετὰ γεν. [[ἄατος]] πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., [[ἄατος]] [[ὕβρις]], Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ [[ἄατος]] [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]
}}
}}
{{bailly
{{bailly