ἰσχανάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχᾰνάω''': Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἰσχάνω]] (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. [[γέφυρα]])· νῦν δ’ [[ἐπεὶ]] ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, [[περιμένω]], νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., [[μετὰ]] γεν., [[μένω]] προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., [[μυῖα]]… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν [[ἰδεῖν]] Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ [[τύπος]] [[ἰσχανάω]], πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ [[ἀλώπηξ]] ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, [[ὄνομα]] Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ [[ἴχαρ]].
|lstext='''ἰσχᾰνάω''': Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἰσχάνω]] (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. [[γέφυρα]])· νῦν δ’ [[ἐπεὶ]] ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, [[περιμένω]], νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., μετὰ γεν., [[μένω]] προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., [[μυῖα]]… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν [[ἰδεῖν]] Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ [[τύπος]] [[ἰσχανάω]], πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ [[ἀλώπηξ]] ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, [[ὄνομα]] Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ [[ἴχαρ]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly