3,274,916
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄζω''': Δωρ. ὄσδω Θεόκρ.˙ παρατ. ὦζε Κράτης ἐν «Γείτοσι» 2˙ μέλλ. ὀζήσω Ἀριστοφ. Σφ. 1059, Ἰων. ὀζέσω Ἱππ. 252. 52 κἑξ., Εὐστ. 1523. 39, Ἀν. Ὀξων. 3. 396˙ ἀόρ. ὤζησν Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 538, Ἰων. ὤζεσα Ἱππ. 252. 50˙ πρκμ. ὤζηκα μόνον παρὰ Φωτ.˙ ἀλλὰ πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. [[ὄδωδα]], Ἀνθολ., Πλούτ.˙ καὶ ὑπερσυντ. ὡς παρατ. ὠδώδειν [[αὐτόθι]], Ἐπικ. ὀδώδειν Ὀδ. (Ἡ √ΟΔ φαίνεται ἐν τῷ ὄδωδα καὶ ταῖς λέξ. ὀδμή, ὀδωδή˙ πρβλ. Λατιν. od-or, od-orari, [[ὡσαύτως]], olfacere· Λιθ. rid-ziu (oleo)). Ἔχω ὀσμήν, «[[μυρίζω]]», [[εἴτε]] ἐπὶ εὐωδίας, [[εἴτε]] ἐπὶ δυσωδίας ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῷ γ΄ ἑν. τοῦ ὑπερσ. | |lstext='''ὄζω''': Δωρ. ὄσδω Θεόκρ.˙ παρατ. ὦζε Κράτης ἐν «Γείτοσι» 2˙ μέλλ. ὀζήσω Ἀριστοφ. Σφ. 1059, Ἰων. ὀζέσω Ἱππ. 252. 52 κἑξ., Εὐστ. 1523. 39, Ἀν. Ὀξων. 3. 396˙ ἀόρ. ὤζησν Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 538, Ἰων. ὤζεσα Ἱππ. 252. 50˙ πρκμ. ὤζηκα μόνον παρὰ Φωτ.˙ ἀλλὰ πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. [[ὄδωδα]], Ἀνθολ., Πλούτ.˙ καὶ ὑπερσυντ. ὡς παρατ. ὠδώδειν [[αὐτόθι]], Ἐπικ. ὀδώδειν Ὀδ. (Ἡ √ΟΔ φαίνεται ἐν τῷ ὄδωδα καὶ ταῖς λέξ. ὀδμή, ὀδωδή˙ πρβλ. Λατιν. od-or, od-orari, [[ὡσαύτως]], olfacere· Λιθ. rid-ziu (oleo)). Ἔχω ὀσμήν, «[[μυρίζω]]», [[εἴτε]] ἐπὶ εὐωδίας, [[εἴτε]] ἐπὶ δυσωδίας ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν τῷ γ΄ ἑν. τοῦ ὑπερσ. μετὰ σημασ. παρατ., ὀδμὴ κέδρου ... ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Ὀδ. Ε. 60˙ ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει, ἐπὶ οἴνου, Ι. 210˙ - ἀκολούθως μετὰ γεν. πράγμ. προστιθεμένου [[συχνάκις]] καὶ οὐδετέρου ἐπιθέτ. ἢ ἐπιρρ., ἔχω ὀσμὴν πράγματός τινος, τόδ’ ὄζει θυμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310˙ ὄζων τρυγὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 50˙ βύρσης κάκιστον ὄζων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 892, πρβλ. Σφ. 38˙ [[οὕτως]], [[ὠδώδει]] ὑπὸ μύρων ὁ [[οἶκος]] Πλουτ. Ἀλέξ. 20˙ [[ὡσαύτως]], μεταφορ., ἔχω τὴν ὀσμὴν πράγματός τινος, Λατ. sapere aliquid, [[Κρονίων]] ὄζων, ἔχων ὀσμὴν ἀρχαιότητος, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 398, πρβλ. 1007, Ἀχ. 192, Λυσ. 616˙ καλοκαγαθίας Ξεν. Συμπ. 2. 4˙ - τὸ ἐξ οὗ προέρχεται ἡ ὀσμὴ ἐκφέρεται [[ὡσαύτως]] κατὰ γεν., ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 852˙ τοῦ στόματος Φερεκρ. ἐν «Κυριαννοῖ» 1˙ καὶ οὕτω μετὰ διπλῆς γενικῆς, τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 524˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ἀπροσ., ὄζει ἀπ’ αὐτῆς [[ὡσεὶ]] ἴων, ἔρχεται ὀσμὴ ἐξ αὐτῆς ὡς ὀσμὴ ἴων, Ἡρόδ. 3. 23˙ ὄζει ἠδὺ τῆς χρόας. ἐξέρχεται [[εὐωδία]] ἐκ τοῦ δέρματός του, Ἀριστοφ. Πλ. 1020, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ. (1021)˙ τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει Κρατῖνος ὁ Νεώτ., ἐν «Γίγασι» 1˙ ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης κάκιστον, ἐφαίνετο ὅτι ἐξήρχετο κακίστη ὀσμὴ ἐκ τοῦ ἄρτου καὶ τῆς μάζης ..., Λυσίας 103. 20˙ οὐκ ὄζει αὐτῶν (ἐξυπ. τῶν λαγῶν) δὲν μένει [[ὀσμή]] τις ἐκ τῶν λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5,1, πρβλ. 7˙ - οὕτω μετὰ διπλ. γεν., ἐσβάλλετε δ’ ἐς τὰς κιβωτοὺς μετὰ τῶν μήλων˙ κἂν [[ταῦτα]] ποιῆθ’, ὑμῖν δι’ ἔτους τῶν ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος, ἐπὶ ἓν [[ἔτος]] θὰ ἐκπέμπηται ὀσμὴ δεξιότητος ἐκ τῶν ἐνδυμάτων ὑμῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1059, πρβλ. Εἰρ. 529, καὶ Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ οὕτω καὶ ἀπὸ στόματος ... ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων, ὄζει δ’ ὑακίνθου, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7˙ ὄζει ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7˙ πρβλ. ἀπόζω. ΙΙΙ. Ὁ Ἱππ. μεταχειρίζεται μέσ. τύπον, ὀζόμενος ἀντὶ ὄζων, 413. 14˙ [[οὕτως]], ὀσδόμενος, Ξενοφάν. 1˙ 6 Bgk. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |