ὀστρύα: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρύα''': (ἢ ὀστρύη), καὶ [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[δένδρον]] [[μετὰ]] [[λίαν]] σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ [[ὀξύα]], κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
|lstext='''ὀστρύα''': (ἢ ὀστρύη), καὶ [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[δένδρον]] μετὰ [[λίαν]] σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ [[ὀξύα]], κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
}}
}}
{{grml
{{grml