ὄνειδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄνειδος''': τό, (λέγεται ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινε πᾶσαν φήμην καλὴν ἢ κακὴν [[περί]] τινος, ὡς τὸ [[κλέος]], [[κληδών]], Λατ. fama, Εὐστ. 88. 15., 647. 36· ἀλλὰ τὰ ὑπ’ [[αὐτοῦ]] μνημνονευόμενα χωρία - τοῦτ’ [[ὄνειδος]] οὐ καλὸν Σοφ. Φιλ. 477· Θήβαις κάλλιστον [[ὄνειδος]] Εὐρ. Φοίν. 821· καλὸν [[ὄνειδος]] ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 514, Ι. Α. 305, - [[εἶναι]] προφανῶς εἰρωνικά· [[μάλιστα]] ἡ [[ἔννοια]] τῆς μομφῆς ὑπάρχει ἐν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ τῆς λέξεως, ἴδε κατωτ.). Ι. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], [[ὄνειδος]], [[μομφή]], [[ἔλεγχος]], [[ψόγος]], [[ἐπιτίμησις]], [[μάλιστα]] διὰ λόγου, ὀνείδεα μυθήσαθαι, λέγειν, βάζειν Ἰλ. Α. 291, Β. 22, Ὀδ. Ρ. 461, κτλ.· αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Χ. 463· [[ὄνειδος]] ἔχω, εἶμαι περιφρονημένος, Ἡρόδ. 9. 71· ὀνείδη κλύειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 757· [[ὄνειδος]] ὀνειδίζειν Σοφ. Φιλ. 523· [[ὄνειδος]] λιπεῖν τινι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 301· ὄν. φέρει, φέρει μομφήν, ψόγον, κατηγορίαν, Πλάτ. Πολ. 590C· ὄνειδός [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ἀνδρ. 410·. ὀνειδός τινος περιθεῖναι Ἀντιφῶν 131. 31· περιάπτειν Λυσ. 164. 1· ὀνειδῶν καὶ κακῶν μεστοὺς Δημ. 603. 6· ὡς ἐν ὀνείδει, [[ὀνειδιστικῶς]], Πλάτ. Γοργ. 512C, πρβλ. Πολ. 431Α, Συμπ. 189Ε· ὀνείδει ἐνέχεσθαι, συνέχεσθαι Νόμ. 808Ε, 944Ε· κολάζειν ὀνείδεσι, δι’ ἐπιτιμήσεων ἢ μομφῶν, [[αὐτόθι]] 847Α· ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Πολ. 341Β· ὄν. ἐπιφέρειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 2, 22.<br />2) [[ὑπόθεσις]] δι’ [[ὄνειδος]], [[αἰτία]] ἢ ἀντικείμενον ὀνείδους, καταισχύνης, σοὶ γὰρ ἐγὼ ... κατηφείη καὶ [[ὄνειδος]] Ἰλ. Π. 498· σοὶ μὲν δὴ ... κατηφείη καὶ ὄν., εἰ ... Ρ. 556, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 36· [[μετὰ]] γεν., τὸ ... πόλεως ὄν. Αἰσχύλ. Θήβ. 539· αὐτῆς ὄν. Σοφ. Ο. Κ. 984· ὄν. Ἑλλάνων ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1191· τὸ λύσιον ὄν. Πλάτ. Φαῖδρ. 277Α· [[οὕτως]] ὁ [[Οἰδίπους]] καλεῖ τὰς θυγατέρας του: τοιαῦτ’ ὀνείδη, Σοφ. Ο. Τ. 1494, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 855, Δημ. 558. 5. (Ἡ Σανσκρ. [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] nid (vituperare, spernere)· πρβλ. Γοτθικὸν ga-nait-jain (ἀτιμᾶν), nait-eins ([[βλασφημία]])· [[ὥστε]] τὸ ὀ- [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ εὐφωνικόν).
|lstext='''ὄνειδος''': τό, (λέγεται ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινε πᾶσαν φήμην καλὴν ἢ κακὴν [[περί]] τινος, ὡς τὸ [[κλέος]], [[κληδών]], Λατ. fama, Εὐστ. 88. 15., 647. 36· ἀλλὰ τὰ ὑπ’ [[αὐτοῦ]] μνημνονευόμενα χωρία - τοῦτ’ [[ὄνειδος]] οὐ καλὸν Σοφ. Φιλ. 477· Θήβαις κάλλιστον [[ὄνειδος]] Εὐρ. Φοίν. 821· καλὸν [[ὄνειδος]] ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 514, Ι. Α. 305, - [[εἶναι]] προφανῶς εἰρωνικά· [[μάλιστα]] ἡ [[ἔννοια]] τῆς μομφῆς ὑπάρχει ἐν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ τῆς λέξεως, ἴδε κατωτ.). Ι. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], [[ὄνειδος]], [[μομφή]], [[ἔλεγχος]], [[ψόγος]], [[ἐπιτίμησις]], [[μάλιστα]] διὰ λόγου, ὀνείδεα μυθήσαθαι, λέγειν, βάζειν Ἰλ. Α. 291, Β. 22, Ὀδ. Ρ. 461, κτλ.· αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Χ. 463· [[ὄνειδος]] ἔχω, εἶμαι περιφρονημένος, Ἡρόδ. 9. 71· ὀνείδη κλύειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 757· [[ὄνειδος]] ὀνειδίζειν Σοφ. Φιλ. 523· [[ὄνειδος]] λιπεῖν τινι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 301· ὄν. φέρει, φέρει μομφήν, ψόγον, κατηγορίαν, Πλάτ. Πολ. 590C· ὄνειδός [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ἀνδρ. 410·. ὀνειδός τινος περιθεῖναι Ἀντιφῶν 131. 31· περιάπτειν Λυσ. 164. 1· ὀνειδῶν καὶ κακῶν μεστοὺς Δημ. 603. 6· ὡς ἐν ὀνείδει, [[ὀνειδιστικῶς]], Πλάτ. Γοργ. 512C, πρβλ. Πολ. 431Α, Συμπ. 189Ε· ὀνείδει ἐνέχεσθαι, συνέχεσθαι Νόμ. 808Ε, 944Ε· κολάζειν ὀνείδεσι, δι’ ἐπιτιμήσεων ἢ μομφῶν, [[αὐτόθι]] 847Α· ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Πολ. 341Β· ὄν. ἐπιφέρειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 2, 22.<br />2) [[ὑπόθεσις]] δι’ [[ὄνειδος]], [[αἰτία]] ἢ ἀντικείμενον ὀνείδους, καταισχύνης, σοὶ γὰρ ἐγὼ ... κατηφείη καὶ [[ὄνειδος]] Ἰλ. Π. 498· σοὶ μὲν δὴ ... κατηφείη καὶ ὄν., εἰ ... Ρ. 556, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 36· μετὰ γεν., τὸ ... πόλεως ὄν. Αἰσχύλ. Θήβ. 539· αὐτῆς ὄν. Σοφ. Ο. Κ. 984· ὄν. Ἑλλάνων ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1191· τὸ λύσιον ὄν. Πλάτ. Φαῖδρ. 277Α· [[οὕτως]] ὁ [[Οἰδίπους]] καλεῖ τὰς θυγατέρας του: τοιαῦτ’ ὀνείδη, Σοφ. Ο. Τ. 1494, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 855, Δημ. 558. 5. (Ἡ Σανσκρ. [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] nid (vituperare, spernere)· πρβλ. Γοτθικὸν ga-nait-jain (ἀτιμᾶν), nait-eins ([[βλασφημία]])· [[ὥστε]] τὸ ὀ- [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ εὐφωνικόν).
}}
}}
{{bailly
{{bailly