ῥόθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥόθος''': ὁ, [[ἦχος]] [[ὁρμητικός]], [[θόρυβος]], [[πάταγος]], ἢ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῶν κυμάτων, ὁ [[πάταγος]] τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν [[κτύπημα]], δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. [[κέλευσμα]]· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ [[ὅπου]] ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, [[ῥόθος]] καὶ [[ἦχος]] καὶ [[θόρυβος]] γίνεται τῶν ἀδικουμένων, [[δηλονότι]] ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς [[πάτημα]] ἢ [[πορεία]], Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις [[ῥοῖβδος]], [[ῥοῖζος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ [[μετὰ]] ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
|lstext='''ῥόθος''': ὁ, [[ἦχος]] [[ὁρμητικός]], [[θόρυβος]], [[πάταγος]], ἢ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῶν κυμάτων, ὁ [[πάταγος]] τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν [[κτύπημα]], δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. [[κέλευσμα]]· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ [[ὅπου]] ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, [[ῥόθος]] καὶ [[ἦχος]] καὶ [[θόρυβος]] γίνεται τῶν ἀδικουμένων, [[δηλονότι]] ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς [[πάτημα]] ἢ [[πορεία]], Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις [[ῥοῖβδος]], [[ῥοῖζος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θόρυβος]], [[ιδίως]] ο [[ήχος]] του κουπιού που χτυπάει τη [[θάλασσα]] («[[τέλος]] δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων («ῥόθον<br />τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]] («Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]] (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ [[μετὰ]] ψόφου», <b>Ησύχ.</b><br />β. «πτερύγων [[ῥόθος]]», Οππ.)<br /><b>5.</b> [[θόρυβος]], [[φασαρία]] («τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] σε ορεινή [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του <i>ῥέω</i> και η [[αναγωγή]] της σε [[ρίζα]] <i>sr</i>-<i>edh</i>- «[[βομβώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥώθων]]). Καμιά, εξάλλου, [[σύνδεση]] της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Αρχική σημ. του τ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σχετική με τη [[θάλασσα]], δηλ. ο [[θόρυβος]] τών κουπιών και ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων, από όπου, κατ' [[επέκταση]], ο συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]], [[θόρυβος]], [[φασαρία]]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θόρυβος]], [[ιδίως]] ο [[ήχος]] του κουπιού που χτυπάει τη [[θάλασσα]] («[[τέλος]] δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων («ῥόθον<br />τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]] («Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]] (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου», <b>Ησύχ.</b><br />β. «πτερύγων [[ῥόθος]]», Οππ.)<br /><b>5.</b> [[θόρυβος]], [[φασαρία]] («τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] σε ορεινή [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του <i>ῥέω</i> και η [[αναγωγή]] της σε [[ρίζα]] <i>sr</i>-<i>edh</i>- «[[βομβώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥώθων]]). Καμιά, εξάλλου, [[σύνδεση]] της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Αρχική σημ. του τ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σχετική με τη [[θάλασσα]], δηλ. ο [[θόρυβος]] τών κουπιών και ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων, από όπου, κατ' [[επέκταση]], ο συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]], [[θόρυβος]], [[φασαρία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm