στρεβλώτρια: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1....")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[στρεβλωτής]], ο, ΝΑ, και θηλ. [[στρεβλώτρια]] Ν [[στρεβλῶ]], [[στρεβλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρεβλώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαστρέφει [[κάτι]], που διαστρεβλώνει [[κάτι]] («[[στρεβλωτής]] της αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στρέβλη]], το στρεβλωτήριο.
|mltxt=[[στρεβλωτής]], ο, ΝΑ, και θηλ. [[στρεβλώτρια]] Ν [[στρεβλῶ]], [[στρεβλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρεβλώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαστρέφει [[κάτι]], που διαστρεβλώνει [[κάτι]] («[[στρεβλωτής]] της αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στρέβλη]], το [[στρεβλωτήριο]].
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 16 July 2021

Greek Monolingual

στρεβλωτής, ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν στρεβλῶ, στρεβλώνω
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτιστρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.