γονάς: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(8)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-άδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lacon. γονάρ Hsch.<br />[[madre]] Hsch.l.c., s.u. γονάδες.
|dgtxt=-άδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lacon. γονάρ Hsch.<br />[[madre]] Hsch.l.c., s.u. γονάδες.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>στον πληθ.</b> πρωταρχικοί αναπαραγωγικοί αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα στους ζωικούς οργανισμούς.
|mltxt=η<br /><b>στον πληθ.</b> πρωταρχικοί αναπαραγωγικοί αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα στους ζωικούς οργανισμούς.
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 20 July 2021

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
• Alolema(s): lacon. γονάρ Hsch.
madre Hsch.l.c., s.u. γονάδες.

Greek Monolingual

η
στον πληθ. πρωταρχικοί αναπαραγωγικοί αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα στους ζωικούς οργανισμούς.