3,253,520
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διψακός <i>Cyran</i>.5.4.2, Gal.8.394, 400, Alex.Trall.2.493.20, Paul.Aeg.3.45.10<br /><b class="num">I</b> bot.<br /><b class="num">1</b> [[cardencha]], [[cardo de cardadores]], [[Dipsacus fullonum]] L., o [[Dipsacus laciniatus]] L., Dsc.3.11, Plin.<i>HN</i> 27.71, <i>Cyran</i>.l.c., Gal.6.636, 11.864, Aët.1.91.<br /><b class="num">2</b> [[díctamo]], [[Origanum dictamnus L.]], Ps.Apul.<i>Herb</i>.62.20.<br /><b class="num">II</b> medic. [[sed desmedida]] como síntoma de la diabetes, Gal.ll.cc., Alex.Trall.l.c.<br /><b class="num">•</b>de ahí tb. la enfermedad de la [[diabetes]] Paul.Aeg.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δίψακος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] γένους [[φυτών]] τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το [[νερό]], [[νεροκράτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες<br /><b>2.</b> [[είδος]] σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη [[δίψα]] στον πάσχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δίψακον [[θρυαλλίδιον]]» — [[φιτίλι]] που διψάει, που θέλει [[λάδι]]<br />«[[δίψακος]] [[ὀδύνη]]» — επώδυνη [[δίψα]], [[δίψα]] που προκαλεί [[δίψα]]<br />«[[δίψακος]] ἀήρ» — [[στεγνός]], [[ξερός]] [[αέρας]]. | |mltxt=ο (Α [[δίψακος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] γένους [[φυτών]] τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το [[νερό]], [[νεροκράτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες<br /><b>2.</b> [[είδος]] σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη [[δίψα]] στον πάσχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δίψακον [[θρυαλλίδιον]]» — [[φιτίλι]] που διψάει, που θέλει [[λάδι]]<br />«[[δίψακος]] [[ὀδύνη]]» — επώδυνη [[δίψα]], [[δίψα]] που προκαλεί [[δίψα]]<br />«[[δίψακος]] ἀήρ» — [[στεγνός]], [[ξερός]] [[αέρας]]. | ||
}} | }} |