οὗτος: Difference between revisions

No change in size ,  25 July 2021
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=αύτη, τούτο (ΑΜ [[οὗτος]], αὕτη, τοῦτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου)<br />(δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] το οποίο βρίσκεται [[τοπικώς]] ή [[χρονικώς]] [[κοντά]] ή [[είναι]] [[παρόν]] ή για το οποίο γίνεται [[λόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός, [[τούτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (με επιρρμ. χρήσεις) α) «διά ταύτα» — γι' αυτό, όθεν<br />β) «[[προς]] τούτο» — γι' αυτό τον λόγο, με αυτό τον σκοπό<br />γ) «[[προς]] τούτοις» — [[προσέτι]], συν τοις άλλοις, [[ακόμη]], επί [[πλέον]]<br />δ) «[[μετά]] ταύτα» — ύστερα, [[κατόπιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «επί τούτω» — [[επίτηδες]]<br />β) «μ' όλον τούτο», «μ' όλα ταύτα», «εν τούτοις» — [[ωστόσο]], όμως<br />γ) «[[κατά]] ταύτα» — σύμφωνα με αυτά<br />δ) «ως εκ τούτου» — κατ' [[ακολουθία]], [[ένεκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ΧΡΗΣΗ ως [[προς]] τη συντακτική [[συμφωνία]] της αντωνυμίας με αυτό που δεικνύεται: 1. [[κυρίως]] βρίσκεται ως αντωνυμικό ουσιαστικό και το ουδ. συντάσσεται με γεν. («ἐλθεῖν εἰς τοῦτο ὕβρεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλά]] πολύ [[συχνά]] έχει [[θέση]] επιθ. και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό συν. λαμβάνει το [[άρθρο]], το οποίο παραλείπεται: α) στους επικούς ποιητές<br />β) όταν το ουσ. [[είναι]] ορισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε το [[άρθρο]] να μην [[είναι]] αναγκαίο («πατὴρ [[οὗτος]] σός, ὅνθρηνεῑς ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) όταν η αντων. έχει τοπ. εννοια<br />δ) όταν το όνομα με το οποίο συμφωνεί το [[ούτος]] τίθεται ως κατηγορούμενό του («δικαστοῦ αὕτη [[ἀρετή]] [ἐστι]», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) για [[εκδήλωση]] περιφρόνησης<br /><b>3.</b> [[συχνά]] η αντων. δεν συμφωνεί με το όν. που έχει τύπο κατηγορουμένου [[αλλά]] τίθεται σε ουδ. [[γένος]] (α. «οὐκ ἔστι ταῡτα [[ἀρχή]]», Αισχίν.<br />β. «τοῦτο γὰρ ἐστιν ὁ [[συκοφάντης]] αἰτιάσασθαι μὲν [[πάντα]] ἐξελέγξαι δὲ [[μηδέν]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> το ουδ. [[επίσης]] χρησιμοποιείται για πρόσ. περιφρονητικά<br />II. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. μερικές φορές δεν δηλώνει το πλησιέστερο [[αλλά]] το σπουδαιότερο<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται για [[καταφρόνηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[εκείνος]], που δηλώνει έπαινο και [[δόξα]] («τούτους τοὺς συκοφάντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συχνά]] έχει [[σχεδόν]] επιρρηματική [[δύναμη]] («πολλὰ ὁρῶ ταῡτα πρόβατα» — [[βλέπω]] [[πολλά]] πρόβατα εδώ, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> μερικές φορές τίθεται ως δεικτ. του <i>ος</i> («ἂ γ' ἔλαβες,... μεθεῖναι ταῡτα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοιούτος]], [[τέτοιος]] («[[οὗτος]] ἐγὼ ταχύτατι!», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μετά]] από [[παρένθεση]] το υποκ. επαναλαμβάνεται για [[έμφαση]] με το [[ούτος]] («[[οὐδέ]] γὰρ [[οὐδέ]] Ἀριστέης..., [[οὐδέ]] [[οὗτος]] [[προσωτέρω]]... ἔφησε ἀπικέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (το <i>ταύτα</i> ευρίσκεται σε ιδιαίτερες φράσεις) α) «ταῡτ', ὦ δέσποτα» — [[μάλιστα]], κύριε<br />β) «ἦν ταύτα» — [[μάλιστα]], βεβαίως<br />γ) «ταῡτα μὲν δὴ ὑπάρξει» — αυτό θα γίνει<br /><b>8.</b> (επιρρμ. χρήσεις) α) «ταῡτα» και, σπαν. «τοῦτο» — [[λοιπόν]]<br />β) «καὶ ταῡτα» — και [[μάλιστα]]<br />γ) «τοῦτο μέν..., τοῦτο δέ...,» αφ' ενός μεν, αφ' ετέρου δε<br />δ) «ἐν τούτῳ»<br />i) [[ωστόσο]]<br />ii) εντωμεταξύ<br />ε) «ἐκ τούτου», «ἐκ τούτων» — [[μετά]] από αυτά<br />στ) (η δοτ. του θηλ. επιρρμ.) [[ταύτῃ]]<br />i) σ' αυτό τον [[τόπο]], εδώ<br />ii) γι' αυτό («μηδὲν [[ταύτη]] γε κομήσῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. της δεικτικής αντωνυμίας [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> [[είναι]] επιτατικό, [[αλλά]] αβέβαιης ετυμολ. Το πρώτο [[στοιχείο]] του <i>οὑ</i>-, <i>αὑ</i>-, <i>του</i>-, <i>ταυ</i>- περιλαμβάνει πιθ. το θ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> / <i>ἁ</i>, <i>το</i> (επαυξημένο με το -<i>υ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πάν</i>-<i>υ</i> και αρχ.ινδ. <i>so</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sau</i>), όπως δείχνει ο [[καταμερισμός]] τών τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>τ</i>- και με αρκτικό <i>το</i>- ή <i>τα</i>- που ανταποκρίνεται στην [[κλίση]] του άρθρου. Το δεύτερο [[στοιχείο]] του [[είναι]] το το<br />ή <i>τᾱ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>to</i>-, <i>ta</i>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>is</i>-<i>te</i>, <i>is</i>-<i>ta</i>)<br /><b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοίος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]<br />Στην αττ. διάλ. η γεν. πληθ. <i>τούτων</i> του αρσ. γένους γενικεύθηκε και στο θηλ. Η βοιωτική, εξάλλου, γενίκευσε σε όλη την [[κλίση]] το θ. της ονομ. του ενικού του αρσ. γένους: <i>οὗτον</i>, <i>οὗτο</i>, <i>οὕτᾱ</i>. Υπήρξαν [[επίσης]] ταλαντεύσεις [[μεταξύ]] τών θεμάτων <i>του</i>- και <i>ταυ</i>-. Η Νέα Ελληνική γενίκευσε το θ. <i>του</i>-: [[τούτος]], <i>τούτη</i>, <i>τούτο</i>, του οποίου έχουμε [[μερικά]] παραδείγματα στην όψιμη κιόλας Κοινή. Παρατηρείται [[επίσης]] [[συχνά]] και ιδιαίτερα στην αττ. [[επίταση]] του [[οὗτος]] με την [[προσθήκη]] του δεικτικού μακρόχρονου μορίου -<i>ι</i>: [[οὑτοσί]], <i>αὑτηί</i>. Ο τ., [[τέλος]], <i>τοτο</i>, που μαρτυρείται σε [[αγγείο]] του Διπύλου, ερμηνεύεται δύσκολα όπως και το μυκην. <i>toto</i>. Αν το αττ. <i>τοτο</i> και το μυκην. <i>toto</i> ταυτίζονται, ίσως πρόκειται για σχηματισμό που προήλθε από τον διπλασιασμό του άρθρου (<b>πρβλ.</b> βεδικό <i>tat</i>-<i>tad</i>)].
|mltxt=αύτη, τούτο (ΑΜ [[οὗτος]], αὕτη, τοῦτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου)<br />(δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] το οποίο βρίσκεται [[τοπικώς]] ή [[χρονικώς]] [[κοντά]] ή [[είναι]] [[παρόν]] ή για το οποίο γίνεται [[λόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός, [[τούτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (με επιρρμ. χρήσεις) α) «διά ταύτα» — γι' αυτό, όθεν<br />β) «[[προς]] τούτο» — γι' αυτό τον λόγο, με αυτό τον σκοπό<br />γ) «[[προς]] τούτοις» — [[προσέτι]], συν τοις άλλοις, [[ακόμη]], επί [[πλέον]]<br />δ) «[[μετά]] ταύτα» — ύστερα, [[κατόπιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «επί τούτω» — [[επίτηδες]]<br />β) «μ' όλον τούτο», «μ' όλα ταύτα», «εν τούτοις» — [[ωστόσο]], όμως<br />γ) «[[κατά]] ταύτα» — σύμφωνα με αυτά<br />δ) «ως εκ τούτου» — κατ' [[ακολουθία]], [[ένεκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ΧΡΗΣΗ ως [[προς]] τη συντακτική [[συμφωνία]] της αντωνυμίας με αυτό που δεικνύεται: 1. [[κυρίως]] βρίσκεται ως αντωνυμικό ουσιαστικό και το ουδ. συντάσσεται με γεν. («ἐλθεῖν εἰς τοῦτο ὕβρεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλά]] πολύ [[συχνά]] έχει [[θέση]] επιθ. και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό συν. λαμβάνει το [[άρθρο]], το οποίο παραλείπεται: α) στους επικούς ποιητές<br />β) όταν το ουσ. [[είναι]] ορισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε το [[άρθρο]] να μην [[είναι]] αναγκαίο («πατὴρ [[οὗτος]] σός, ὅνθρηνεῑς ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) όταν η αντων. έχει τοπ. εννοια<br />δ) όταν το όνομα με το οποίο συμφωνεί το [[ούτος]] τίθεται ως κατηγορούμενό του («δικαστοῦ αὕτη [[ἀρετή]] [ἐστι]», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) για [[εκδήλωση]] περιφρόνησης<br /><b>3.</b> [[συχνά]] η αντων. δεν συμφωνεί με το όν. που έχει τύπο κατηγορουμένου [[αλλά]] τίθεται σε ουδ. [[γένος]] (α. «οὐκ ἔστι ταῦτα [[ἀρχή]]», Αισχίν.<br />β. «τοῦτο γὰρ ἐστιν ὁ [[συκοφάντης]] αἰτιάσασθαι μὲν [[πάντα]] ἐξελέγξαι δὲ [[μηδέν]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> το ουδ. [[επίσης]] χρησιμοποιείται για πρόσ. περιφρονητικά<br />II. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. μερικές φορές δεν δηλώνει το πλησιέστερο [[αλλά]] το σπουδαιότερο<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται για [[καταφρόνηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[εκείνος]], που δηλώνει έπαινο και [[δόξα]] («τούτους τοὺς συκοφάντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συχνά]] έχει [[σχεδόν]] επιρρηματική [[δύναμη]] («πολλὰ ὁρῶ ταῦτα πρόβατα» — [[βλέπω]] [[πολλά]] πρόβατα εδώ, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> μερικές φορές τίθεται ως δεικτ. του <i>ος</i> («ἂ γ' ἔλαβες,... μεθεῖναι ταῦτα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοιούτος]], [[τέτοιος]] («[[οὗτος]] ἐγὼ ταχύτατι!», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μετά]] από [[παρένθεση]] το υποκ. επαναλαμβάνεται για [[έμφαση]] με το [[ούτος]] («[[οὐδέ]] γὰρ [[οὐδέ]] Ἀριστέης..., [[οὐδέ]] [[οὗτος]] [[προσωτέρω]]... ἔφησε ἀπικέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (το <i>ταύτα</i> ευρίσκεται σε ιδιαίτερες φράσεις) α) «ταῡτ', ὦ δέσποτα» — [[μάλιστα]], κύριε<br />β) «ἦν ταύτα» — [[μάλιστα]], βεβαίως<br />γ) «ταῦτα μὲν δὴ ὑπάρξει» — αυτό θα γίνει<br /><b>8.</b> (επιρρμ. χρήσεις) α) «ταῦτα» και, σπαν. «τοῦτο» — [[λοιπόν]]<br />β) «καὶ ταῦτα» — και [[μάλιστα]]<br />γ) «τοῦτο μέν..., τοῦτο δέ...,» αφ' ενός μεν, αφ' ετέρου δε<br />δ) «ἐν τούτῳ»<br />i) [[ωστόσο]]<br />ii) εντωμεταξύ<br />ε) «ἐκ τούτου», «ἐκ τούτων» — [[μετά]] από αυτά<br />στ) (η δοτ. του θηλ. επιρρμ.) [[ταύτῃ]]<br />i) σ' αυτό τον [[τόπο]], εδώ<br />ii) γι' αυτό («μηδὲν [[ταύτη]] γε κομήσῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. της δεικτικής αντωνυμίας [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> [[είναι]] επιτατικό, [[αλλά]] αβέβαιης ετυμολ. Το πρώτο [[στοιχείο]] του <i>οὑ</i>-, <i>αὑ</i>-, <i>του</i>-, <i>ταυ</i>- περιλαμβάνει πιθ. το θ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> / <i>ἁ</i>, <i>το</i> (επαυξημένο με το -<i>υ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πάν</i>-<i>υ</i> και αρχ.ινδ. <i>so</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sau</i>), όπως δείχνει ο [[καταμερισμός]] τών τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>τ</i>- και με αρκτικό <i>το</i>- ή <i>τα</i>- που ανταποκρίνεται στην [[κλίση]] του άρθρου. Το δεύτερο [[στοιχείο]] του [[είναι]] το το<br />ή <i>τᾱ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>to</i>-, <i>ta</i>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>is</i>-<i>te</i>, <i>is</i>-<i>ta</i>)<br /><b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοίος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]<br />Στην αττ. διάλ. η γεν. πληθ. <i>τούτων</i> του αρσ. γένους γενικεύθηκε και στο θηλ. Η βοιωτική, εξάλλου, γενίκευσε σε όλη την [[κλίση]] το θ. της ονομ. του ενικού του αρσ. γένους: <i>οὗτον</i>, <i>οὗτο</i>, <i>οὕτᾱ</i>. Υπήρξαν [[επίσης]] ταλαντεύσεις [[μεταξύ]] τών θεμάτων <i>του</i>- και <i>ταυ</i>-. Η Νέα Ελληνική γενίκευσε το θ. <i>του</i>-: [[τούτος]], <i>τούτη</i>, <i>τούτο</i>, του οποίου έχουμε [[μερικά]] παραδείγματα στην όψιμη κιόλας Κοινή. Παρατηρείται [[επίσης]] [[συχνά]] και ιδιαίτερα στην αττ. [[επίταση]] του [[οὗτος]] με την [[προσθήκη]] του δεικτικού μακρόχρονου μορίου -<i>ι</i>: [[οὑτοσί]], <i>αὑτηί</i>. Ο τ., [[τέλος]], <i>τοτο</i>, που μαρτυρείται σε [[αγγείο]] του Διπύλου, ερμηνεύεται δύσκολα όπως και το μυκην. <i>toto</i>. Αν το αττ. <i>τοτο</i> και το μυκην. <i>toto</i> ταυτίζονται, ίσως πρόκειται για σχηματισμό που προήλθε από τον διπλασιασμό του άρθρου (<b>πρβλ.</b> βεδικό <i>tat</i>-<i>tad</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm