φάτνη: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fatni
|Transliteration C=fatni
|Beta Code=fa/tnh
|Beta Code=fa/tnh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[manger]], [[crib]], [<b class="b3">ἵππους] ἀτίταλλ' ἐπὶ</b> φάτνῃ <span class="bibl">Il.5.271</span>; ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φ. <span class="bibl">6.506</span>; ἵππους μὲν κατέδησαν . . φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ <span class="bibl">10.568</span>; ἐϋξέστῃ ἐπὶ φ. <span class="bibl">24.280</span>; ἡ φ. τῶν ἵππων <span class="bibl">Hdt.9.70</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>510</span> (pl.), <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.27</span> (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>2.7</span>, al.; <b class="b3">φάτναι Ζηνὸς</b>, of the [[manger]] of Pegasus, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.92</span>: also of oxen, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φ. <span class="bibl">Od.4.535</span>, <span class="bibl">11.411</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">βοῦς ἐπὶ φ</b>., proverb. of ease and comfort, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.10</span>; also πλουσίαν ἔχειν φ. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>378</span>; φάτναις ἀργυραῖς χρῆσθαι <span class="bibl">Str.3.2.14</span>; <b class="b3">ἡ ἐν τῇ φ. κύων</b> 'the dog in the manger', <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>14</span>, cf. <span class="title">AP</span>12.236 (Strat.); <b class="b3">θεραπεύειν τὴν φ. τινός</b> to court one who feeds you, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>107</span>; <b class="b3">τοὺς ἐκ τῆς αὐτῆς οἱονεὶ φ. ἐδηδοκότας</b> ib.<span class="bibl">39</span>: <b class="b3">τὴν αὐτὴν φ. ζητεῖν</b> to return to their old [[haunts]], <span class="bibl">Eub.129</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[φάτνωμα]] ''1'', <span class="title">IG</span>11(2).161 <span class="title">A</span>46 (Delos, iii B. C.): pl., ib.42(1).109 iii 85, al. (Epid., iii B. C.), <span class="bibl">D.S.1.66</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[socket of tooth]], <span class="bibl">Poll.2.93</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> the [[Manger]], name of the nebula (star-cluster) between the [[ὄνοι]] in Cancer, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Sign.</span>23</span>, al., <span class="bibl">Arat.892</span>,<span class="bibl">898</span>, <span class="bibl">Eratosth.<span class="title">Cat.</span>11</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>23</span>. (Later Gr. [[πάθνη]] acc. to Moer., but [[φάτνη]] in Attic and Delian Inscrr., <span class="title">IG</span>22.1487.37, 11(2).l. c., <b class="b2">Inscr.Déios</b>504 <span class="title">A</span>6, <span class="title">B</span>9: [[bhndh]], cf. Skt. [[badhnāti]] 'tie', Celt. [[benn]] 'wicker chariot'.)</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[manger]], [[crib]], [ἵππους] ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ <span class="bibl">Il.5.271</span>; ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φ. <span class="bibl">6.506</span>; ἵππους μὲν κατέδησαν . . φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ <span class="bibl">10.568</span>; ἐϋξέστῃ ἐπὶ φ. <span class="bibl">24.280</span>; ἡ φ. τῶν ἵππων <span class="bibl">Hdt.9.70</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>510</span> (pl.), <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.27</span> (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>2.7</span>, al.; <b class="b3">φάτναι Ζηνὸς</b>, of the [[manger]] of [[Pegasus]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.92</span>: also of [[ox]]en, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ <span class="bibl">Od.4.535</span>, <span class="bibl">11.411</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[βοῦς ἐπὶ φάτνῃ]], proverb. of [[ease]] and [[comfort]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.10</span>; also πλουσίαν ἔχειν φ. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>378</span>; φάτναις ἀργυραῖς χρῆσθαι <span class="bibl">Str.3.2.14</span>; <b class="b3">ἡ ἐν τῇ φάτνῃ κύων</b> '[[the dog in the manger]]', <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>14</span>, cf. <span class="title">AP</span>12.236 (Strat.); <b class="b3">θεραπεύειν τὴν φ. τινός</b> to court one who feeds you, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>107</span>; <b class="b3">τοὺς ἐκ τῆς αὐτῆς οἱονεὶ φ. ἐδηδοκότας</b> ib.<span class="bibl">39</span>: <b class="b3">τὴν αὐτὴν φ. ζητεῖν</b> to return to their old [[haunt]]s, <span class="bibl">Eub.129</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[φάτνωμα]] ''1'', <span class="title">IG</span>11(2).161 <span class="title">A</span>46 (Delos, iii B. C.): pl., ib.42(1).109 iii 85, al. (Epid., iii B. C.), <span class="bibl">D.S.1.66</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[socket]] of [[tooth]], <span class="bibl">Poll.2.93</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> the [[Manger]], name of the nebula ([[star]]-[[cluster]]) between the [[ὄνοι]] in [[Cancer]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Sign.</span>23</span>, al., <span class="bibl">Arat.892</span>,<span class="bibl">898</span>, <span class="bibl">Eratosth.<span class="title">Cat.</span>11</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>23</span>. (Later Gr. [[πάθνη]] acc. to Moer., but [[φάτνη]] in Attic and Delian Inscrr., <span class="title">IG</span>22.1487.37, 11(2).l. c., Inscr.Déios504 <span class="title">A</span>6, <span class="title">B</span>9: [[bhndh]], cf. Skt. badhnāti '[[tie]]', Celt. benn '[[wicker]] [[chariot]]'.)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε στάβλο, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται η [[τροφή]] τών υποζυγίων, το παχνί (α. «εν τω σπηλαίω τίκτεται εν [[φάτνη]] τών αλόγων», Κάλαντα Χριστουγέννων<br />β. «ὁ [[ἡνίοχος]] πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Φάτνη</i><br /><b>αστρον.</b> ανοιχτό ή γαλαξιακό [[σμήνος]] που αποτελείται από πολλές εκατοντάδες αστέρων, το οποίο βρίσκεται [[μέσα]] στα όρια του ζωδιακού αστερισμού του Καρκίνου, γνωστό και ως Κυψέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φατνίο]]<br /><b>2.</b> [[τράπεζα]] («ἤν τις οἴκων πλουσίαν ἔχῃ φάτνην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φάτναι</i><br />τα [[φατνώματα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «βοῡς ἐπὶ φάτνῃ» — λέγεται για τον ήσυχο και άνετο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φάτνη]]/[[πάθνη]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhņdh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πεθερός]], [[πείσμα]] [Ι]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>νη</i>/-<i>n</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> γαλατ. - λατ. <i>benna</i> [<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>bhendh</i>-<i>n</i><i>ā</i>-] με σημ. «[[αμάξι]], [[καρότσι]] με [[καλάθι]] φτειαγμένο από πλεγμένα [[μεταξύ]] τους κλαδιά ιτιάς»). Στην Ελληνική ο ΙΕ τ. <i>bhņdh</i>-<i>n</i><i>ā</i>- θα έδινε τ. <i>φαθ</i>-<i>ν</i><i>ā</i>, από τον οποίο προήλθε αρχικά ο τ. [[πάθνη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>φ</i>- στο αντίστοιχο ψιλό -<i>π</i>-, <i>ο</i> [[οποίος]] στη [[συνέχεια]] αντικαταστάθηκε στην ιων. και αττ. διαλ. από τον τ. <i>φάτ</i>-<i>νη</i> (με [[μετάθεση]] της δασύτητας, <b>πρβλ.</b> <i>ἄχαντος</i>: [[ἄκανθος]], [[βάθρακος]]: [[βάτραχος]]). Ωστόσο, ο τ. [[πάθνη]] εμφανίζεται [[ξανά]] στην [[κοινή]], [[γεγονός]] που υποδηλώνει ότι, [[παρά]] την [[επικράτηση]] του τ. [[φάτνη]], ο τ. [[πάθνη]] θα [[πρέπει]] να διατηρήθηκε σε ορισμένες διαλέκτους της αρχαίας, από όπου πέρασε αργότερα στην [[κοινή]]. Εκτός από τους τ. αυτούς απαντά, [[επίσης]], και τ. <i>πάθμη</i>, ο [[οποίος]] προήλθε, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>μ</i>- κατ' [[επίδραση]] του δασέος -<i>θ</i>- ή, κατ' άλλους, με [[επίθημα]] -<i>μη</i> [[αντί]] του -<i>νη</i>. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται και ο τ. <i>παχνί</i>. Προβλήματα γεννά, όμως, η σημασιολογική [[διαφορά]] της λ. [[φάτνη]] από τη σημ. «[[δένω]]» της ρίζας. Κατά μία [[άποψη]], η σημ. της λ. προήλθε μέσω μιά ενδιάμεσης σημ. «[[καλάθι]] κατασκευασμένο από κλαδιά ιτιάς πλεγμένα, δεμένα [[μεταξύ]] τους» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του γαλατ. <i>benna</i>) με μια [[εξέλιξη]] που παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Krippe</i> «[[φάτνη]]»: [[μέσο]] άνω γερμ. <i>Krebe</i> «[[καλάθι]]», αρχ. αγγλ. <i>binn</i> «[[φάτνη]]»: γαλατ.-λατ. <i>benna</i> «[[καλάθι]]». Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[φάτνη]] [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά το [[αντικείμενο]] με το οποίο δενόταν το ζώο στον στάβλο, στο παχνί (<b>πρβλ.</b> τους στ. της Ιλιάδος: <i>ὡς δ</i>'<i>ὅτε τις στατὸς [[ἵππος]], <i>ἀποστήσας ἐπὶ φάτνῃ</i> [Ζ 506], <i>ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ</i>' <i>ἱππείῃ</i> [Κ 567] και στη [[συνέχεια]] συνεκδοχικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ίδια]] τη [[φάτνη]], το ξύλινο [[κατασκεύασμα]] όπου τοποθετείται η [[τροφή]] τών ζώων (για τη [[σχέση]] αυτή, <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[φορβειά]] «[[δεσμός]] από δερμάτινες λωρίδες, [[καπίστρι]]»: [[φορβή]] «[[τροφή]] τών ζώων»)].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε στάβλο, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται η [[τροφή]] τών υποζυγίων, το παχνί (α. «εν τω σπηλαίω τίκτεται εν [[φάτνη]] τών αλόγων», Κάλαντα Χριστουγέννων<br />β. «ὁ [[ἡνίοχος]] πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Φάτνη</i><br /><b>αστρον.</b> ανοιχτό ή γαλαξιακό [[σμήνος]] που αποτελείται από πολλές εκατοντάδες αστέρων, το οποίο βρίσκεται [[μέσα]] στα όρια του ζωδιακού αστερισμού του Καρκίνου, γνωστό και ως Κυψέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φατνίο]]<br /><b>2.</b> [[τράπεζα]] («ἤν τις οἴκων πλουσίαν ἔχῃ φάτνην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φάτναι</i><br />τα [[φατνώματα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «βοῡς ἐπὶ φάτνῃ» — λέγεται για τον ήσυχο και άνετο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φάτνη]]/[[πάθνη]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhņdh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πεθερός]], [[πείσμα]] [Ι]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>νη</i>/-<i>n</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> γαλατ. - λατ. <i>benna</i> [<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>bhendh</i>-<i>n</i><i>ā</i>-] με σημ. «[[αμάξι]], [[καρότσι]] με [[καλάθι]] φτειαγμένο από πλεγμένα [[μεταξύ]] τους κλαδιά ιτιάς»). Στην Ελληνική ο ΙΕ τ. <i>bhņdh</i>-<i>n</i><i>ā</i>- θα έδινε τ. <i>φαθ</i>-<i>ν</i><i>ā</i>, από τον οποίο προήλθε αρχικά ο τ. [[πάθνη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>φ</i>- στο αντίστοιχο ψιλό -<i>π</i>-, <i>ο</i> [[οποίος]] στη [[συνέχεια]] αντικαταστάθηκε στην ιων. και αττ. διαλ. από τον τ. <i>φάτ</i>-<i>νη</i> (με [[μετάθεση]] της δασύτητας, <b>πρβλ.</b> <i>ἄχαντος</i>: [[ἄκανθος]], [[βάθρακος]]: [[βάτραχος]]). Ωστόσο, ο τ. [[πάθνη]] εμφανίζεται [[ξανά]] στην [[κοινή]], [[γεγονός]] που υποδηλώνει ότι, [[παρά]] την [[επικράτηση]] του τ. [[φάτνη]], ο τ. [[πάθνη]] θα [[πρέπει]] να διατηρήθηκε σε ορισμένες διαλέκτους της αρχαίας, από όπου πέρασε αργότερα στην [[κοινή]]. Εκτός από τους τ. αυτούς απαντά, [[επίσης]], και τ. <i>πάθμη</i>, ο [[οποίος]] προήλθε, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>μ</i>- κατ' [[επίδραση]] του δασέος -<i>θ</i>- ή, κατ' άλλους, με [[επίθημα]] -<i>μη</i> [[αντί]] του -<i>νη</i>. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται και ο τ. <i>παχνί</i>. Προβλήματα γεννά, όμως, η σημασιολογική [[διαφορά]] της λ. [[φάτνη]] από τη σημ. «[[δένω]]» της ρίζας. Κατά μία [[άποψη]], η σημ. της λ. προήλθε μέσω μιά ενδιάμεσης σημ. «[[καλάθι]] κατασκευασμένο από κλαδιά ιτιάς πλεγμένα, δεμένα [[μεταξύ]] τους» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του γαλατ. <i>benna</i>) με μια [[εξέλιξη]] που παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Krippe</i> «[[φάτνη]]»: [[μέσο]] άνω γερμ. <i>Krebe</i> «[[καλάθι]]», αρχ. αγγλ. <i>binn</i> «[[φάτνη]]»: γαλατ.-λατ. <i>benna</i> «[[καλάθι]]». Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[φάτνη]] [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά το [[αντικείμενο]] με το οποίο δενόταν το ζώο στον στάβλο, στο παχνί (<b>πρβλ.</b> τους στ. της Ιλιάδος: ὡς δ'ὅτε τις στατὸς [[ἵππος]], ἀποστήσας ἐπὶ φάτνῃ> [Ζ 506], <i>ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ</i>' <i>ἱππείῃ</i> [Κ 567] και στη [[συνέχεια]] συνεκδοχικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ίδια]] τη [[φάτνη]], το ξύλινο [[κατασκεύασμα]] όπου τοποθετείται η [[τροφή]] τών ζώων (για τη [[σχέση]] αυτή, <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[φορβειά]] «[[δεσμός]] από δερμάτινες λωρίδες, [[καπίστρι]]»: [[φορβή]] «[[τροφή]] τών ζώων»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm