κνῖσα: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση)<br /><b>1.</b> ο [[λιπαρός]] [[ατμός]], ο [[αχνός]] και η [[οσμή]] από το [[ψήσιμο]] του κρέατος («κνίση δ' οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» — η [[κνίσα]] γύριζε [[γύρω]] από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[λίπος]] με το οποίο τύλιγαν το [[κρέας]] και τα κόκαλα του σφαγίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. λατ. <i>nidor</i> «[[οσμή]] ψητού κρέατος» <span style="color: red;"><</span> <i>qnidos</i>, αρχ. νορβ. <i>hniss</i> «[[οσμή]] λίπους» <span style="color: red;"><</span> <i>qnid</i>-<i>to</i>) οδηγούν σε αρχικό ελλ. τ. <i>κνιδ</i>-<i>σᾱ</i>, που έδωσε τον επικ. τ. <i>κνίση</i> και μεταγενέστερα τον αττ. τ. <i>κνῖσă</i>. Η [[συγγένεια]], εξάλλου, του αρχ. νορβ. τ. <i>hniss</i> με το ρ. <i>hnitan</i> «[[αγγίζω]]» αποτελεί ισχυρή [[ένδειξη]] συγγένειας του [[κνῖσα]] με το [[κνίζω]] «[[ξύνω]]». Παρλλ. σημασιολογικά [[είναι]] και η [[συγγένεια]] του γοτθ. <i>stiggan</i> «[[αγγίζω]]» με το αρχ. άνω γερμ. <i>stinkan</i> «[[μυρίζω]] άσχημα». Το [[κνῖσα]] [[επομένως]] συνδέεται με το <i>κνῐζω</i>, εμφανίζοντας όμως μακρό [[φωνήεν]] -<i>ῑ</i>-, όπως ακριβώς και το [[κνίδη]] «[[τσουκνίδα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνισαλέος]], [[κνισάριον]], [[κνισήεις]], [[κνισηρός]], [[κνιστός]], [[κνισώ]] / -<i>άω</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνισώ]] / -<i>όω</i>, [[κνισώδης]], [[κνισωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνισοδιώκτης]], [[κνισοκόλαξ]], [[κνισολοιχία]], [[κνισολοιχός]], [[κνισοτηρητής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κνισοθύτης]]].
|mltxt=η (AM [[κνῑσα]], Α και επικ. τ. [[κνίση]])<br /><b>1.</b>[[τσίκνα]],  ο [[λιπαρός]] [[ατμός]], ο [[αχνός]] και η [[οσμή]] από το [[ψήσιμο]] του κρέατος («κνίση δ' οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» — η [[κνίσα]] γύριζε [[γύρω]] από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[λίπος]] με το οποίο τύλιγαν το [[κρέας]] και τα κόκαλα του σφαγίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. λατ. <i>nidor</i> «[[οσμή]] ψητού κρέατος» <span style="color: red;"><</span> <i>qnidos</i>, αρχ. νορβ. <i>hniss</i> «[[οσμή]] λίπους» <span style="color: red;"><</span> <i>qnid</i>-<i>to</i>) οδηγούν σε αρχικό ελλ. τ. <i>κνιδ</i>-<i>σᾱ</i>, που έδωσε τον επικ. τ. <i>κνίση</i> και μεταγενέστερα τον αττ. τ. <i>κνῖσă</i>. Η [[συγγένεια]], εξάλλου, του αρχ. νορβ. τ. <i>hniss</i> με το ρ. <i>hnitan</i> «[[αγγίζω]]» αποτελεί ισχυρή [[ένδειξη]] συγγένειας του [[κνῖσα]] με το [[κνίζω]] «[[ξύνω]]». Παρλλ. σημασιολογικά [[είναι]] και η [[συγγένεια]] του γοτθ. <i>stiggan</i> «[[αγγίζω]]» με το αρχ. άνω γερμ. <i>stinkan</i> «[[μυρίζω]] άσχημα». Το [[κνῖσα]] [[επομένως]] συνδέεται με το <i>κνῐζω</i>, εμφανίζοντας όμως μακρό [[φωνήεν]] -<i>ῑ</i>-, όπως ακριβώς και το [[κνίδη]] «[[τσουκνίδα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνισαλέος]], [[κνισάριον]], [[κνισήεις]], [[κνισηρός]], [[κνιστός]], [[κνισώ]] / -<i>άω</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνισώ]] / [[κνισόω]], [[κνισώδης]], [[κνισωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνισοδιώκτης]], [[κνισοκόλαξ]], [[κνισολοιχία]], [[κνισολοιχός]], [[κνισοτηρητής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κνισοθύτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm