3,274,917
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐγῠρός''': -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. [[λιγούρα]], ὃ ἴδε· - ὡς τὸ [[λιγύς]], [[καθαρός]], [[εὐκρινής]], συρίζων, [[ὀξύς]], [[ἰσχυρός]], ὦρτο δὲ [[κῦμα]] πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590· ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242· λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀκόνη]])· λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[λιγύς]], ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44· λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν [[αὐτόθι]] 183· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290· ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581· λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. | |lstext='''λῐγῠρός''': -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. [[λιγούρα]], ὃ ἴδε· - ὡς τὸ [[λιγύς]], [[καθαρός]], [[εὐκρινής]], συρίζων, [[ὀξύς]], [[ἰσχυρός]], ὦρτο δὲ [[κῦμα]] πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590· ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242· λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀκόνη]])· λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[λιγύς]], ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44· λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν [[αὐτόθι]] 183· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290· ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581· λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρακλ. 278· - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.· - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939· οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71· - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.· - μεταφορ., συμβιῶναι... [[ἥδιστος]] καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. [[μαλακός]], [[εὔκαμπτος]], ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |