καυσώ: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
m (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καυσῶ, -όω (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καυσοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
|mltxt=[[καυσῶ]], [[καυσόω]] (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[καυσοῦμαι]], [[καυσόομαι]]<br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
}}
}}

Latest revision as of 20:06, 29 January 2022

Greek Monolingual

καυσῶ, καυσόω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῦμαι, καυσόομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.