σταχυολογώ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(38) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σταχυολογῶ, | |mltxt=[[σταχυολογῶ]], [[σταχυολογέω]], ΝΜΑ, και [[σταχολογώ]] Ν<br />[[μαζεύω]] στάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιλέγω]] χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα [[κείμενα]], [[ερανίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 7 May 2022
Greek Monolingual
σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].