3,277,040
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πάθη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η παθητική [[κατάσταση]], η [[κατάσταση]] δηλ. [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] υφίσταται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το [[συμβάν]], η [[περιπέτεια]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι | |mltxt=[[πάθη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η παθητική [[κατάσταση]], η [[κατάσταση]] δηλ. [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] υφίσταται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το [[συμβάν]], η [[περιπέτεια]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], [[πάθημα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πάθαι</i><br />οι ασθένειες, οι παθήσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[πάθη]] τῶν ὀφθαλμῶν» — η [[τύφλωση]]<br />β) «ἡ τοῦ πνίγους [[πάθη]]» — η [[ασφυξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăθ</i>- του [[πάσχω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |