κακοφραδής: Difference between revisions

m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοφραδής]], -ές (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> αυτός που διανοείται να διαπράξει [[κακά]] πράγματα, [[κακόβουλος]] («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κακοφραδές</i><br />ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγοφραδής]].
|mltxt=[[κακοφραδής]], -ές (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> αυτός που διανοείται να διαπράξει [[κακά]] πράγματα, [[κακόβουλος]] («Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κακοφραδές</i><br />ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγοφραδής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm