ψευδής: Difference between revisions

m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην [[αλήθεια]], στην [[πραγματικότητα]], [[αναληθής]] ή [[ανύπαρκτος]], [[ψεύτικος]] (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανειλικρινής]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]] (α. «[[ψευδής]] [[φιλία]]» β. «[[ψευδής]] [[διαβεβαίωση]]»)<br /><b>2.</b> [[τεχνητός]], μη [[φυσικός]] («[[ψευδής]] [[κόμη]]» — η [[περούκα]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψευδής]] [[καταμήνυση]]»<br /><b>(νομ.)</b> <b>βλ.</b> [[καταμήνυση]]<br />β) «[[ψευδής]] [[δήλωση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[δήλωση]] στην οποία ένα [[πρόσωπο]] δηλώνει ή βεβαιώνει εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή κρύβει τα αληθινά<br />γ) «[[ψευδής]] [[καρπός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[καρπός]] στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα του ίδιου άνθους, το [[περιάνθιο]] ή ο [[ανθικός]] [[άξονας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει ψέματα<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) εξαπατημένος («[[ψευδὴς]] γενομένη καὶ παθοῡσ' ἀνάξια», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ψευδής]]<br />ο [[ψεύτης]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψευδῆ</i><br />τα ψέματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψευδὴς]] [[φαίνομαι]]» — αποκαλύπτομαι να λέω ψέματα, να [[ψεύδομαι]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «ψευδῆ ἐπιδεικνύω τινὰ» — [[αποδεικνύω]] ότι [[κάποιος]] λέει ψέματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ψευδεῑς λόγοι» — τα σοφίσματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπομαι» — [[καταφεύγω]] στο [[ψεύδος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «ψευδέων [[ἀγορή]]»<br />(στην Αθήνα) [[μέρος]] της αγοράς όπου γινόταν η [[πώληση]] πιθήκων, τους οποίους θεωρούσαν κίβδηλες απομιμήσεις του ανθρώπου <b>(Ιπποκρ.)</b><br />στ) «ἥδε ἡ [[ψευδὴς]] [[οὐσία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο [[κόσμος]] τών αισθήσεων <b>(Πλωτ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψευδώς]] / <i>ψευδῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αντίθετα [[προς]] την [[αλήθεια]] ή την [[πραγματικότητα]]<br /><b>2.</b> εσφαλμένα<br /><b>αρχ.</b><br />[[χωρίς]] [[λογική]] [[βάση]], [[χωρίς]] λόγο («ψευδῶς [[γενέσθαι]] τὸν φόβον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψεῦδος]], [[κατά]] το [[ἀληθής]].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην [[αλήθεια]], στην [[πραγματικότητα]], [[αναληθής]] ή [[ανύπαρκτος]], [[ψεύτικος]] (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανειλικρινής]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]] (α. «[[ψευδής]] [[φιλία]]» β. «[[ψευδής]] [[διαβεβαίωση]]»)<br /><b>2.</b> [[τεχνητός]], μη [[φυσικός]] («[[ψευδής]] [[κόμη]]» — η [[περούκα]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψευδής]] [[καταμήνυση]]»<br /><b>(νομ.)</b> <b>βλ.</b> [[καταμήνυση]]<br />β) «[[ψευδής]] [[δήλωση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[δήλωση]] στην οποία ένα [[πρόσωπο]] δηλώνει ή βεβαιώνει εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή κρύβει τα αληθινά<br />γ) «[[ψευδής]] [[καρπός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[καρπός]] στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα του ίδιου άνθους, το [[περιάνθιο]] ή ο [[ανθικός]] [[άξονας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει ψέματα<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) εξαπατημένος («[[ψευδὴς]] γενομένη καὶ παθοῡσ' ἀνάξια», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ψευδής]]<br />ο [[ψεύτης]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψευδῆ</i><br />τα ψέματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψευδὴς]] [[φαίνομαι]]» — αποκαλύπτομαι να λέω ψέματα, να [[ψεύδομαι]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «ψευδῆ ἐπιδεικνύω τινὰ» — [[αποδεικνύω]] ότι [[κάποιος]] λέει ψέματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ψευδεῖς λόγοι» — τα σοφίσματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπομαι» — [[καταφεύγω]] στο [[ψεύδος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ε) «ψευδέων [[ἀγορή]]»<br />(στην Αθήνα) [[μέρος]] της αγοράς όπου γινόταν η [[πώληση]] πιθήκων, τους οποίους θεωρούσαν κίβδηλες απομιμήσεις του ανθρώπου <b>(Ιπποκρ.)</b><br />στ) «ἥδε ἡ [[ψευδὴς]] [[οὐσία]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο [[κόσμος]] τών αισθήσεων <b>(Πλωτ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψευδώς]] / <i>ψευδῶς</i>, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αντίθετα [[προς]] την [[αλήθεια]] ή την [[πραγματικότητα]]<br /><b>2.</b> εσφαλμένα<br /><b>αρχ.</b><br />[[χωρίς]] [[λογική]] [[βάση]], [[χωρίς]] λόγο («ψευδῶς [[γενέσθαι]] τὸν φόβον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψεῦδος]], [[κατά]] το [[ἀληθής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm