υφίσταμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[ὑφίστημι]] ΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπίστημι]] Α [[ἵστημι]]/ <i>ἵσταμαι</i>]<br /><b>1.</b> (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) [[υφίσταμαι]]<br />α) υποβάλλομαι σε [[κάτι]], [[δέχομαι]] μια, [[συνήθως]] βλαπτική, [[ενέργεια]], [[υποφέρω]] (α. «υφίσταται τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς του» β. «καὶ πόσην ὁ [[τρισάθλιος]] ὑπέστην τὴν ζημίαν», Πρόδρ.<br />γ. «[[πόλις]] δὲ σὴ μόνη δύναιτ' ἂν τόνδ' ὑποστῆναι πόνον», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έχω πραγματική [[υπόσταση]], [[υπάρχω]] (α. «υφίστανται [[ακόμη]] οι λόγοι που επιβάλλουν την κράτησή του» β. «ἐκ τοῦ μηδ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ισχύω]] («δεν υφίστανται πια τα [[μέτρα]] απαγόρευσης της κυκλοφορίας»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>βλ.</b> [[υφιστάμενος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υφίσταμαι]] τα πάνδεινα» — βασανίζομαι υπερβολικά<br />β) «[[υφίσταμαι]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι δίκαια για την [[κακία]] που έδειξα ή για τις κακίες που έκανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> <b>θεολ.</b> (για την Αγία Τριάδα) [[υπάρχω]] ως αδιάσπαστη [[ολότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] [[κυρίως]] ως [[υποστήριγμα]] οικοδομήματος («χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτυχεῑ προθύρῳ θαλάμου [[κίονας]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον [[κρυφά]] ή τον [[τοποθετώ]] ως [[ενέδρα]]<br /><b>3.</b> [[διορίζω]] («ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τον τε Σπιθριδάτην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[αντιπαρατάσσω]] («ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῡ ναῡν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σταματώ]] ή [[παρεμποδίζω]] («ὑποστήσαντες [ενν. <i>τοὺς στρατιώτας</i>] ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> α) [[προσδίδω]] ύπαρξη σε [[κάτι]]<br />β) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως όντως υπαρκτό («ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστάς τὸ ὄν», Πλωτ.)<br /><b>7.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καθιερώνω]], [[θεσπίζω]] («ὁ θεὸς... φῶς δεύτερον κατὰ [[πάντα]] ἑαυτῷ ἀφωμοιωμένον ὑπεστήσατο», Ευσ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] («μὴ γνώμας ὑποστήσας [[σοφάς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (μέσ. μτβ.) α) [[αντιτάσσω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ὑπεστήσατο τον τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[θέτω]] ως [[προϋπόθεση]], [[αρχή]] ή [[βάση]] («[[ἐπειδὰν]] τὰς ἀρχὰς ἀπιθάνους καὶ ψευδεῑς ὑποστήσωνται», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[θέτω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] για [[μίμηση]]<br />δ) (με απρμφ.) [[υποθέτω]], [[θεωρώ]] ή [[νομίζω]] ότι... («τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν», <b>Διόδ.</b>)<br />ε) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] άλλου, [[αντικαθιστώ]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[υγρό]]) [[κατακάθομαι]] («ὑφισταμένη ἐν τοῖς ἀγγείοις [[ἁλμυρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τον ήλιο) δύω<br />γ) (γενικά) [[ανθίσταμαι]], αντιτάσσομαι («ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (ειδικότερα) [[μένω]] στη [[θέση]] μου και [[αντιμετωπίζω]] τον εχθρό<br />ε) (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] ή [[υπόσχομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />στ) υποτάσσομαι σε κάποιον<br />ζ) συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br />η) [[υπομένω]] [[κάτι]] αγόγγυστα<br />θ) [[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] ακουσίως ή αναγκαστικά<br />ι) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («[[ἴσως]] δὴ γελοῑον τὸ ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον παντελῶς ὑποστάντα διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὸ νῦν ἐρωτηθέν ἀποκρίνασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ια) (για τα έντερα) [[παθαίνω]] [[απόφραξη]]<br />ιβ) (για ακούσια αισθήματα) εγείρομαι ενδόμυχα<br />ιγ) [[κάνω]] [[προσφορά]] σε [[δημόσιο]] πλειστηριασμό<br /><b>11.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑφεστῶτα</i><br />έργα που [[είναι]] σε [[εξέλιξη]].
|mltxt=ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[ὑφίστημι]] ΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπίστημι]] Α [[ἵστημι]]/ <i>ἵσταμαι</i>]<br /><b>1.</b> (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) [[υφίσταμαι]]<br />α) υποβάλλομαι σε [[κάτι]], [[δέχομαι]] μια, [[συνήθως]] βλαπτική, [[ενέργεια]], [[υποφέρω]] (α. «υφίσταται τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς του» β. «καὶ πόσην ὁ [[τρισάθλιος]] ὑπέστην τὴν ζημίαν», Πρόδρ.<br />γ. «[[πόλις]] δὲ σὴ μόνη δύναιτ' ἂν τόνδ' ὑποστῆναι πόνον», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έχω πραγματική [[υπόσταση]], [[υπάρχω]] (α. «υφίστανται [[ακόμη]] οι λόγοι που επιβάλλουν την κράτησή του» β. «ἐκ τοῦ μηδ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ισχύω]] («δεν υφίστανται πια τα [[μέτρα]] απαγόρευσης της κυκλοφορίας»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>βλ.</b> [[υφιστάμενος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υφίσταμαι]] τα πάνδεινα» — βασανίζομαι υπερβολικά<br />β) «[[υφίσταμαι]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι δίκαια για την [[κακία]] που έδειξα ή για τις κακίες που έκανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> <b>θεολ.</b> (για την Αγία Τριάδα) [[υπάρχω]] ως αδιάσπαστη [[ολότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] [[κυρίως]] ως [[υποστήριγμα]] οικοδομήματος («χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτυχεῑ προθύρῳ θαλάμου [[κίονας]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον [[κρυφά]] ή τον [[τοποθετώ]] ως [[ενέδρα]]<br /><b>3.</b> [[διορίζω]] («ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τον τε Σπιθριδάτην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[αντιπαρατάσσω]] («ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῡ ναῡν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σταματώ]] ή [[παρεμποδίζω]] («ὑποστήσαντες [ενν. <i>τοὺς στρατιώτας</i>] ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> α) [[προσδίδω]] ύπαρξη σε [[κάτι]]<br />β) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως όντως υπαρκτό («ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστάς τὸ ὄν», Πλωτ.)<br /><b>7.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καθιερώνω]], [[θεσπίζω]] («ὁ θεὸς... φῶς δεύτερον κατὰ [[πάντα]] ἑαυτῷ ἀφωμοιωμένον ὑπεστήσατο», Ευσ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] («μὴ γνώμας ὑποστήσας [[σοφάς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (μέσ. μτβ.) α) [[αντιτάσσω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ὑπεστήσατο τον τρόπον τῇ τοῦ Πέρσου ἀλαζονείᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[θέτω]] ως [[προϋπόθεση]], [[αρχή]] ή [[βάση]] («[[ἐπειδὰν]] τὰς ἀρχὰς ἀπιθάνους καὶ ψευδεῖς ὑποστήσωνται», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[θέτω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] για [[μίμηση]]<br />δ) (με απρμφ.) [[υποθέτω]], [[θεωρώ]] ή [[νομίζω]] ότι... («τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῖν», <b>Διόδ.</b>)<br />ε) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] άλλου, [[αντικαθιστώ]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[υγρό]]) [[κατακάθομαι]] («ὑφισταμένη ἐν τοῖς ἀγγείοις [[ἁλμυρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τον ήλιο) δύω<br />γ) (γενικά) [[ανθίσταμαι]], αντιτάσσομαι («ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (ειδικότερα) [[μένω]] στη [[θέση]] μου και [[αντιμετωπίζω]] τον εχθρό<br />ε) (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] ή [[υπόσχομαι]] να πράξω [[κάτι]]<br />στ) υποτάσσομαι σε κάποιον<br />ζ) συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br />η) [[υπομένω]] [[κάτι]] αγόγγυστα<br />θ) [[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] ακουσίως ή αναγκαστικά<br />ι) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («[[ἴσως]] δὴ γελοῑον τὸ ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον παντελῶς ὑποστάντα διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὸ νῦν ἐρωτηθέν ἀποκρίνασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ια) (για τα έντερα) [[παθαίνω]] [[απόφραξη]]<br />ιβ) (για ακούσια αισθήματα) εγείρομαι ενδόμυχα<br />ιγ) [[κάνω]] [[προσφορά]] σε [[δημόσιο]] πλειστηριασμό<br /><b>11.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑφεστῶτα</i><br />έργα που [[είναι]] σε [[εξέλιξη]].
}}
}}