3,274,522
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνίστημι''': μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἐνεργ. α΄ ἀορ., καὶ ἐν τῷ μέσ. α΄ ἀορ. Βάλλω τι νὰ σταθῇ ἔν τινι τόπῳ, [[χύδην]] καταβαλόντα λίθους τῶν ἐκ τῆς ὁδοῦ... ἐν τούτοις τὸν ἵππον ψήχειν καὶ ἐνιστάναι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16· στήνω, στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Ἡρόδ. 2. 102· [[ἐγκαθίστημι]], τὸν πολιτικὸν καὶ βασιλικὸν [[οἷον]] ἡνίοχον εἰς αὐτὴν δηλ. τὴν πόλιν ἐνστήσαντα, παραδοῦναι, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε, πρβλ. [[ἐκμάσσω]]. ΙΙ. βάλλω τινὰ νὰ σταθῇ πλησίον, εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 6· μετὰ δοτ., στήνω τι ἔν τινι, ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 563. 2) κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ [[προσέτι]], [[κάμνω]] ἀρχὴν εἴς τι, [[ἀρχίζω]], ὅσαι τὸ [[πρᾶγμα]] τοῦτ’ ἐνεστήσαντο Ἀριστοφ. Λυσ. 268· οὐδὲν [[πώποτε]]... ἐνεστήσασθε... ὀρθῶς Δημ. 137. 2· ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος ὁ αὐτ. 227. 4. ἐνστ. τὸ [[πρᾶγμα]], rem instituere, Ἀριστοτ. Προβλ. 29. 13, 2· ὀργὴν καὶ [[μῖσος]] [[πρός]] τινα ἐνστήσασθαι, ἄρχεσθαι δεικνύειν, Πολύβ. 1. 82, 9· μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 14. 53. Β. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ.: - ἵσταμαι ἔν τινι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ θέσιν ἔν τινι, λόχοις δ’ ἐνεστὼς [[ὥσπερ]] [[Ἀργεῖος]] [[γεγώς]], ἑστὼς ἐν τοῖς λόχοις. λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὰς ἐνέδρας, Εὐρ. Ἱκ. 896· εἶμαι ἐνιδρυμένος, [[νηός]] τε ἔνι. καὶ [[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος Ἡρόδ. 2. 91· ἀπολ., παραπλησίως τῷ [[ἔνειμι]], πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατὸν ὁ αὐτ. 1. 179, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 50D, κτλ. ΙΙ. καθίσταμαι, ἀποδείκνυμαι, ἐπεὰν ἀποθανόντος τοῦ βασιλέος [[ἄλλος]] ἐνίστηται βασιλεὺς Ἡρόδ. 6. 59· προεῖπε μὲν δὴ [[ταῦτα]] [[αὐτίκα]] ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 3. 67· ἐκέχρηστό σφι... [[αὐτίκα]] ἐνισταμένοισι ἐς τὰς τυραννίδας ὁ αὐτ. 2. 147. ΙΙΙ. [[ἐπίκειμαι]], ἐπικρέμαμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, μετὰ δοτ. προσ., τοιούτων τοῖς Σπαρτιήτῃσιν ἐνεστεώτων πρηγμάτων ὁ αὐτ. 1. 83· τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα... τῇ πόλει Ἰσοκρ. 82Β· πρβλ. Πολύβ. 1. 71, 4, Πλουτ. Λούκουλ. 13: - ἀπολύτ., εἶμαι ἐγγύς, [[ἀρχίζω]], ἐγείρομαι, ὁ [[τότε]] ἐνστὰς [[πόλεμος]] Δημ. 225. 10, πρβλ. 274, 6: [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. πρκμ., μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, δικαζομένης, Ἀριστοφ. Νεφ. 779, πρβλ. Ἰσαῖον 88. 40, Δημ. 896. 29· ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγὼν Λυκοῦργ. 148. 32: - ἐπὶ χρόνου, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός, τοῦ παρόντος, τοῦ τρέχοντος μηνός, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280. 12· ὁ ἐνεστὼς [[πόλεμος]] Αἰσχίν. 35. 27· κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν Ἀριστ. Ρητ. 1, 9, 14· [[χρόνος]] ἐνεστώς, ὁ ἐνεστώς, Γραμματ.: - [[ὡσαύτως]], τραυμάτων οὖν ἐνεστώτων ὀργῇ γενομένων, παρουσιαζομένων λοιπὸν τραυμάτων γενομένων ἐν ὀργῇ, Πλάτ. Νόμ. 878Β· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 6· οὕτω, τὰ ἐνεστῶτα Πολύβ. 2. 26, 3. IV. ἐνίσταμαι, ἀνθίσταμαί τινι, καί, ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις... μὴ ἐπιτρέπειν Θουκ. 8. 69, Ἰσοκρ. 90Α, κτλ.· [[πρός]] τι Πλουτ. Ρωμ. 25: ἀπολ., ἵσταμαι ἔν τινι τόπῳ, τάς τε διόδους τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον, στάντες ἐν ταῖς διόδοις ἐφύλασσον αὐτάς, Θουκ. 3. 23, Πλάτ. Φαίδων 77Β· ὁ ἐνεστηκώς, ὁ [[ἀντίπαλος]], ὁ [[ἀντίδικος]], ἐν δικαστηρίῳ, Ἐπιγρ. ἐν Newton Halic. ἀριθμ. 1. 28. 2) ἐν τῇ λογικῇ, [[φέρω]] ἔνστασιν, [[ἀντιλέγω]], Λατ. excipere (πρβλ. [[ἔνστασις]]), τινι Ἀριστ. Τοπ. 8. 2, 4· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 6· ἀπολ., ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 3, Τοπ. 8. 2, κ. ἀλλ., Ρητ. 2. 25, 3· ἐν. ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 2, Ἠθ. Ν. 10. 2, 4· ἐπὶ τῶν Ρωμαίων δημάρχων, [[κάμνω]] ἔνστασιν, ἀνθίσταμαι, ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Πολύβ. 6. 16, 4· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. V. ἐπὶ ὑγρῶν, συμπήγνυμαι, πήσσομαι, κοινῶς «πήζω», [[ὕδωρ]] ἐνεστηκός, πεπηγμένον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1· ἐνιστάμενος γὰρ (τὸ [[γάλα]]) ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενὰ... πνίγει Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 26. | |lstext='''ἐνίστημι''': μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἐνεργ. α΄ ἀορ., καὶ ἐν τῷ μέσ. α΄ ἀορ. Βάλλω τι νὰ σταθῇ ἔν τινι τόπῳ, [[χύδην]] καταβαλόντα λίθους τῶν ἐκ τῆς ὁδοῦ... ἐν τούτοις τὸν ἵππον ψήχειν καὶ ἐνιστάναι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16· στήνω, στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Ἡρόδ. 2. 102· [[ἐγκαθίστημι]], τὸν πολιτικὸν καὶ βασιλικὸν [[οἷον]] ἡνίοχον εἰς αὐτὴν δηλ. τὴν πόλιν ἐνστήσαντα, παραδοῦναι, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε, πρβλ. [[ἐκμάσσω]]. ΙΙ. βάλλω τινὰ νὰ σταθῇ πλησίον, εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 6· μετὰ δοτ., στήνω τι ἔν τινι, ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 563. 2) κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ [[προσέτι]], [[κάμνω]] ἀρχὴν εἴς τι, [[ἀρχίζω]], ὅσαι τὸ [[πρᾶγμα]] τοῦτ’ ἐνεστήσαντο Ἀριστοφ. Λυσ. 268· οὐδὲν [[πώποτε]]... ἐνεστήσασθε... ὀρθῶς Δημ. 137. 2· ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος ὁ αὐτ. 227. 4. ἐνστ. τὸ [[πρᾶγμα]], rem instituere, Ἀριστοτ. Προβλ. 29. 13, 2· ὀργὴν καὶ [[μῖσος]] [[πρός]] τινα ἐνστήσασθαι, ἄρχεσθαι δεικνύειν, Πολύβ. 1. 82, 9· μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 14. 53. Β. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ.: - ἵσταμαι ἔν τινι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ θέσιν ἔν τινι, λόχοις δ’ ἐνεστὼς [[ὥσπερ]] [[Ἀργεῖος]] [[γεγώς]], ἑστὼς ἐν τοῖς λόχοις. λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὰς ἐνέδρας, Εὐρ. Ἱκ. 896· εἶμαι ἐνιδρυμένος, [[νηός]] τε ἔνι. καὶ [[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος Ἡρόδ. 2. 91· ἀπολ., παραπλησίως τῷ [[ἔνειμι]], πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατὸν ὁ αὐτ. 1. 179, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 50D, κτλ. ΙΙ. καθίσταμαι, ἀποδείκνυμαι, ἐπεὰν ἀποθανόντος τοῦ βασιλέος [[ἄλλος]] ἐνίστηται βασιλεὺς Ἡρόδ. 6. 59· προεῖπε μὲν δὴ [[ταῦτα]] [[αὐτίκα]] ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 3. 67· ἐκέχρηστό σφι... [[αὐτίκα]] ἐνισταμένοισι ἐς τὰς τυραννίδας ὁ αὐτ. 2. 147. ΙΙΙ. [[ἐπίκειμαι]], ἐπικρέμαμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, μετὰ δοτ. προσ., τοιούτων τοῖς Σπαρτιήτῃσιν ἐνεστεώτων πρηγμάτων ὁ αὐτ. 1. 83· τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα... τῇ πόλει Ἰσοκρ. 82Β· πρβλ. Πολύβ. 1. 71, 4, Πλουτ. Λούκουλ. 13: - ἀπολύτ., εἶμαι ἐγγύς, [[ἀρχίζω]], ἐγείρομαι, ὁ [[τότε]] ἐνστὰς [[πόλεμος]] Δημ. 225. 10, πρβλ. 274, 6: [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. πρκμ., μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, δικαζομένης, Ἀριστοφ. Νεφ. 779, πρβλ. Ἰσαῖον 88. 40, Δημ. 896. 29· ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγὼν Λυκοῦργ. 148. 32: - ἐπὶ χρόνου, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός, τοῦ παρόντος, τοῦ τρέχοντος μηνός, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280. 12· ὁ ἐνεστὼς [[πόλεμος]] Αἰσχίν. 35. 27· κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν Ἀριστ. Ρητ. 1, 9, 14· [[χρόνος]] ἐνεστώς, ὁ ἐνεστώς, Γραμματ.: - [[ὡσαύτως]], τραυμάτων οὖν ἐνεστώτων ὀργῇ γενομένων, παρουσιαζομένων λοιπὸν τραυμάτων γενομένων ἐν ὀργῇ, Πλάτ. Νόμ. 878Β· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 6· οὕτω, τὰ ἐνεστῶτα Πολύβ. 2. 26, 3. IV. ἐνίσταμαι, ἀνθίσταμαί τινι, καί, ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις... μὴ ἐπιτρέπειν Θουκ. 8. 69, Ἰσοκρ. 90Α, κτλ.· [[πρός]] τι Πλουτ. Ρωμ. 25: ἀπολ., ἵσταμαι ἔν τινι τόπῳ, τάς τε διόδους τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον, στάντες ἐν ταῖς διόδοις ἐφύλασσον αὐτάς, Θουκ. 3. 23, Πλάτ. Φαίδων 77Β· [[ὁ ἐνεστηκώς]], ὁ [[ἀντίπαλος]], ὁ [[ἀντίδικος]], ἐν δικαστηρίῳ, Ἐπιγρ. ἐν Newton Halic. ἀριθμ. 1. 28. 2) ἐν τῇ λογικῇ, [[φέρω]] ἔνστασιν, [[ἀντιλέγω]], Λατ. excipere (πρβλ. [[ἔνστασις]]), τινι Ἀριστ. Τοπ. 8. 2, 4· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 6· ἀπολ., ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 3, Τοπ. 8. 2, κ. ἀλλ., Ρητ. 2. 25, 3· ἐν. ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 2, Ἠθ. Ν. 10. 2, 4· ἐπὶ τῶν Ρωμαίων δημάρχων, [[κάμνω]] ἔνστασιν, ἀνθίσταμαι, ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Πολύβ. 6. 16, 4· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. V. ἐπὶ ὑγρῶν, συμπήγνυμαι, πήσσομαι, κοινῶς «πήζω», [[ὕδωρ]] ἐνεστηκός, πεπηγμένον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1· ἐνιστάμενος γὰρ (τὸ [[γάλα]]) ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενὰ... πνίγει Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 26. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [jón. perf. part. ἐνεστεώς Hdt.1.83, tes. part. dat. sg. ἐνεστάκοντι <i>SEG</i> 42.510.16 (Larisa II a.C.?)]<br /><b class="num">A</b> tr., en pres., fut. y frec. aor. sigm.<br /><b class="num">I</b> gener. en v. act.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[alzar]], [[poner en pie]], [[erigir]] στῆλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102, χρυσᾶ δὲ ἀγάλματα ἐνέστησαν Pl.<i>Criti</i>.116d, τὰς θύρας <i>IEleusis</i> 177.158 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. [[ἄγαλμα]] ... ἐνστήσασθαι Poll.1.11<br /><b class="num">•</b>náut. [[izar]] c. dat. loc. ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de animados [[situar]], [[colocar]], [[disponer en o sobre]] c. rég. prep. o dat. ἐν τούτοις (λίθοις) τὸν ἵππον ... ἐνιστάναι colocar al caballo encima de ellas (las piedras)</i> X.<i>Eq.Mag</i>.1.16, τὸν πολιτικόν ... οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν ἐνστήσαντα colocando en él (el Estado) al político como auriga</i> Pl.<i>Plt</i>.266e, ὄρτυγα ἐνιστάντες τῷ περιγραπτῷ κύκλῳ para el juego de la [[ὀρτυγοκοπία]] Poll.9.102, Ὀλύμπῳ a un ser divinizado, Nonn.<i>D</i>.8.102<br /><b class="num">•</b>[[interponer]], [[disponer en medio]], entre εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης si dispusieras a los palafreneros entre los jinetes</i> X.<i>Eq.Mag</i>.5.6, tb. c. ac. abstr. y gen. [[αὐτοῦ]] βλέμματος ἐνστήσας ... βασκανίην interponiendo entre nuestras miradas su [[envidia]]</i>, <i>AP</i> 5.218 (Agath.), en v. pas. ὡς ἐνισταμένη [[δύναμις]] una [[especie]] de [[poder]] [[interpuesto]]</i> Pl.<i>Ti</i>.74a.<br /><b class="num">II</b> gener. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[emprender]], [[acometer]] [[accion]]es o empresas de orden polít. ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο cuantas emprendieron este asunto</i> Ar.<i>Lys</i>.268, cf. D.10.21, πρᾶξιν Plu.<i>Arat</i>.16, πόλεμον Plb.2.71.9, gener. οὐκ ἀγνοῶ ... ὅσον ἔργον ἐνίσταμαι Isoc.12.36, τίνα τὴν τοῦ βίου ὁδὸν ἐνστήσονται qué camino de la vida emprenderán</i> Pl.<i>Ax</i>.367a, cf. Plb.18.54.11, ἀρχὰς ... τῆς γενέσεως Thphr.<i>HP</i> 7.10.4, cf. Plb.18.41.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. abstr. y πρός c. ac. [[emprenderla con]], [[suscitar]], [[promover contra]] πρὸς δὲ τοὺς Καρχηδονίους ... ὀργὴν ἐνεστήσαντο καὶ μῖσος suscitaban ira y odio contra los cartagineses</i> Plb.1.82.9, ἀγωνιστικὸν πρὸς τοὺς Κορινθίους ... λόγον Gr.Nyss.<i>Hom.in</i> 1<i>Cor</i>.10.8.<br /><b class="num">2</b> c. inf. [[determinar]], [[proyectar]] πορθεῖν αὐτὰς ἐνεστήσατο había proyectado asediarlas (las ciudades)</i>, D.S.14.53.<br /><b class="num">3</b> jur. [[incoar un proceso]] = [[ἐνστήσασθαι τὸ πρᾶγμα]] Arist.<i>Pr</i>.951<sup>a</sup>28, ὁ τοιοῦτον ἀγῶν' ἐνστησάμενος D.18.4.<br /><b class="num">4</b> jur. [[instituir]], [[designar]] [[heredero]] [[ἐνίστημι]] κληρονόμους τοὺς ... ὑιοὺς <i>PMasp</i>.151.75 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. <i>POxy</i>.1901.61 (VI d.C.), <i>Cod.Iust</i>.1.2.25, Iust.<i>Nou</i>.101 proem.<br /><b class="num">B</b> intr. en aor. rad. atem. o perf. act. y en pres. o fut. med.<br /><b class="num">I</b> indic. el resultado de un mov. real o fig.<br /><b class="num">1</b> gener. c. suj. de pers. [[ponerse]], [[instalarse en]], [[acceder]] c. rég. prep. ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχήν Hdt.3.68, cf. 2.147, ὁ νικάσας ἐν τὰν [οὐ] σίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος <i>FD</i> 1.486.2B.14 (III a.C.), ἐνστησαμέν[ης μου ἐν τῇ] ... οἰκίᾳ <i>PTeb</i>.793.8.10 (II a.C.), sin rég. expreso τὰς [[διόδους]] τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον ... Th.3.23, c. suj. no pers. τοῦτ' αὐτὸ ἐν ᾧ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται esa misma sustancia en la que se instala, una vez grabado</i> Pl.<i>Ti</i>.50d<br /><b class="num">•</b>perf. [[haberse establecido]] c. pred. σέο δ' ἐνεστεῶτος βασιλέος una vez tu estés establecido como rey</i> Hdt.1.120, cf. 6.59.<br /><b class="num">2</b> c. suj. abstr. [[emprenderse]], [[comenzar]] ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος la [[guerra]] que en aquel entonces se entabló</i> D.18.89, cf. Plb.1.71.4, c. dat. τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2, cf. LXX 1<i>Ma</i>.8.24, ἐνέστη κρίσις πρὸς τὸν Μενέλαον se abrió un proceso a Menelao</i> LXX 2<i>Ma</i>.4.43.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de cosa [[alzarse en]] [[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ (νηῷ) ἐνέστηκε Hdt.2.91, πύλαι δὲ ἐνεστᾶσι πέριξ τοῦ τείχεος [[ἑκατόν]] se alzan cien puertas en torno a la [[muralla]]</i> Hdt.1.179, τὸ ἐλαιουργῖον ... σὺν ταῖς ἐναιστώσαις (<i>sic</i>) θύραις καὶ κλεισί la almazara con las puertas y cierres que allí están levantadas, e.e., con sus puertas y cierres</i>, <i>PAmh</i>.93.23 (II d.C.), ἐνέστηκε δὲ τῷ τείχει παραστάτης para una máquina de guerra, Apollod.<i>Poliorc</i>.143.9.<br /><b class="num">4</b> fig., c. dat. de pers. o abstr. [[colocarse frente]], [[oponerse]] ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις Th.8.69, τοῖς Καρχηδονίοις Plb.3.97.1, ἐνστάντων τινῶν σοι <i>UPZ</i> 145.3 (II a.C.), τῇ φυγῇ Plu.<i>Luc</i>.13, τῇ αὐξήσει Plu.<i>Rom</i>.25, Θεμιστοκλέους ... πρὸς πᾶσαν αὐτῷ πολιτείαν ἐνισταμένου Plu.<i>Arist</i>.3.<br /><b class="num">5</b> cont. polít. [[interponerse]], [[ejercer el derecho de veto]] como facultad de los tribunos del pueblo ἐὰν [[εἷς]] ἐνιστῆται τῶν δημάρχων Plb.6.16.4, en Roma, Plu.<i>TG</i> 10.<br /><b class="num">6</b> fil., lóg. [[objetar]], [[negar]] ἀεὶ γὰρ ἔστιν ἐνστῆναι πρὸς τὸν ἔξω λόγον pues siempre es posible objetar contra la argumentación externa</i> Arist.<i>APo</i>.76<sup>b</sup>26, c. complet. ἐνιστάμεθα ... ὅτι Arist.<i>APr</i>.69<sup>b</sup>6, ἐνστῆναι εἰ ἀληθῆ λέγουσι Arist.<i>HA</i> 638<sup>a</sup>5, ἐνσταίη τις ἂν ὡς οὐκ [[ἀνάγκη]] τὸ λεχθέν Arist.<i>Cael</i>.281<sup>a</sup>20, cf. A.D.<i>Synt</i>.176.23<br /><b class="num">•</b>en part., subst. οἱ ἐνιστάμενοι τῷ καθόλου los que niegan la premisa universal</i> Arist.<i>Top</i>.157<sup>b</sup>3, οἱ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ ἀγαθόν Arist.<i>EN</i> 1172<sup>b</sup>35<br /><b class="num">•</b>abs. [[poner objeciones]] εἰ μή τις ἐνίσταιτο ... φάσκων ... Arist.<i>Cat</i>.4<sup>a</sup>22, cf. <i>Rh</i>.1402<sup>b</sup>24, <i>Cael</i>.313<sup>b</sup>3, ἐὰν γὰρ ἐνστῇ κεκρατῆσθαι δόξεις pues si él pusiera objeciones parecerías haber sido [[vencido]]</i> Arist.<i>Rh</i>.1419<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">II</b> gener. en perf., como verbo de ‘[[estado]]’<br /><b class="num">1</b> c. suj. concr. [[estar situado dentro]], [[estar en]] ἕτερον ἑτέρῳ κύκλῳ ἐνεστεῶτα estando un círculo dentro de otro</i> de un recinto amurallado, Hdt.1.98, λόχοις δ' ἐνεστώς una vez dentro del ejército</i> E.<i>Supp</i>.896.<br /><b class="num">2</b> c. suj. abstr., fig. [[estar en pie]], [[estar pendiente]], [[mantenerse]] c. o sin dat. pers. τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων siendo tales los asuntos de los que los espartanos estaban pendientes</i> Hdt.1.83, ἔτι ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε todavía está en pie lo que Cebes decía hace un momento</i> Pl.<i>Phd</i>.77b, ἡ ἐνεστῶσα [[ἀνάγκη]] 1<i>Ep.Cor</i>.7.26, τὰ ἔργα τὰ ἐνεστηκότα <i>PPetr</i>.2.4.6.6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>simpl. [[estar aquí]], [[ser ahora]] περὶ οὗ νῦν ὁ λόγος ἐνέστηκε Arist.<i>de An</i>.432<sup>b</sup>8<br /><b class="num">•</b>part. [[actual]], [[presente]] περὶ τῶν ἐνεστηκότων πραγμάτων en la situación presente</i> X.<i>HG</i> 2.1.6, ἡ ἐνεστῶσα πραγματεία Aristox.<i>Harm</i>.14.2, περὶ τὸ ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.94, ἐν τῷ ἐνεστηκότι ἐνιαυτῷ en el presente año</i>, en el año en curso</i>, <i>IG</i> 12(6).11.25 (Samos III a.C.), μηνὶ Θὼθ τῆς ἐνεστώσης ὑπατείας <i>PSakaon</i> 72.10 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[τὰ ἐνεστῶτα]] = [[la situación]], [[las circunstancias presentes]] μηδὲν ἐπιδεικνύντα τῶν ἐπεσομένων ἢ ἐνεστώτων no revelando al paciente nada de lo que le va a pasar ni de su estado actual</i> Hp.<i>Decent</i>.16.<br /><b class="num">3</b> c. suj. de pers. y ref. a cargos [[estar en ejercicio]] τὰ [ἀ] ρχεῖα τὰ ἐνεστηκότα los magistrados en ejercicio</i>, <i>IG</i> 12(6).150.12 (Samos IV a.C.), τοὺς πρυτάνεις τούς τε ἐνεστῶτας καὶ τοὺς ἀεὶ γινομένους <i>SEG</i> 45.1508B.9 (Bargilia II/I a.C.)<br /><b class="num">•</b>part. subst. [[οἱ ἐνεστῶτες]] = [[los magistrados en ejercicio]], en el [[cargo]] Arist.<i>Pol</i>.1322<sup>a</sup>12.<br /><b class="num">4</b> en cont. jur., perf. [[estar abierto]], [[estar en curso]], [[estar pendiente de pleitos]], [[estar pendiente de procesos]], etc. ι ... μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.<i>Nu</i>.779, cf. Is.11.45, D.33.14, Aeschin.1.86, ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7, περὶ ὧν προφέρεται ἐνεστάναι αὐτῷ πρὸς Πετοσίριν sobre las causas que declara tener pendientes contra Petosiris</i>, <i>SB</i> 12722.5, cf. <i>PAmh</i>.33.6 (II a.C.) en <i>BL</i> 1.1, οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτοὺς <i>PStras</i>.91.21 (I a.C.), cf. <i>POxy</i>.1195.8 (II d.C.), τὰ ἐπ' αὐτῶν ἐνεστηκότα los procesos en curso</i>, <i>PTeb</i>.7.7 (II a.C.), δ[ιαδι] κα[σί] ας περὶ κληρονομίας μοι ἐν[σ] τάσης Mitteis <i>Chr</i>.89.10 (II d.C.), cf. <i>SB</i> 4416.6<br /><b class="num">•</b>de pers. ὁ ἐνεστηκώς [[el demandante]], <i>SIG</i> 45.28 (Halicarnaso V a.C.).<br /><b class="num">5</b> en cont. medic., gener. perf., de dolores [[quedarse]], [[fijarse]] πόνος ἰσχυρὸς ἐν τῇ κεφαλῇ ἐνέστηκεν Hp.<i>Int</i>.40, cf. <i>Epid</i>.5.83<br /><b class="num">•</b>de humores [[detenerse]], [[acumularse]], [[estancarse]] τῇ μὲν οὖν ἐνέστηκεν ([[αἷμα]]) Hp.<i>Flat</i>.14, φλέγμα Hp.<i>Morb</i>.1.12, 13, <i>Ophth.Fr.Pap</i>.1.20.9, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά ([[γάλα]]) Dsc.<i>Alex</i>.26<br /><b class="num">•</b>del agua en alcorques al pie de árboles ὑδωρ ἐνεστηκώς Thphr.<i>CP</i> 5.13.1.<br /><b class="num">III</b> esp. ref. al ‘[[tiempo]]’<br /><b class="num">1</b> [[hacerse presente]], [[llegar]], [[presentarse]] ἐνεστάναι δὲ τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν decimos de todo el tiempo que es presente, lo mismo que lo decimos del año (en sentido amplio)</i>, Apollod.<i>Stoic</i>.3.260, ἐνεστυίης νυκτός al llegar la noche</i> Hp.<i>Steril</i>.223, op. προεληλυθότος (τοῦ θέρους) Thphr.<i>HP</i> 9.8.2, ἐγένετο ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3<i>Re</i>.12.24x, ἔκρινε μὴ παρεῖναι τὸν ἐνεστῶτα καιρόν juzgó que no debía dejar pasar la ocasión presente</i> Plb.1.60.9, cf. 2.26.3, I.<i>AI</i> 16.162, <i>Ep.Hebr</i>.9.9, ὁ καιρὸς ὁ βέ[λ] τιστος ἐνέστηκε <i>PSI</i> 486.11 (III a.C.), τοῦ ... καιροῦ τῆς ἀναγωγῆς ... ἐνεστηκότος habiendo llegado el momento oportuno para la entrega</i>, <i>PTeb</i>.24.56 (II a.C.), cf. <i>PLugd.Bat</i>.12.3 (II a.C.), ἐνέστηκεν ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου ha llegado el día del Señor</i> 2<i>Ep.Thess</i>.2.2, τῆς προθεσμίας ἐνστάσης cuando llegue la fecha fijada</i>, <i>POxy</i>.270.28 (I d.C.), <i>SB</i> 11385.13 (III d.C.), cf. <i>POxy</i>.37.11 (I d.C.), τὰ ἐνεστηκότα ἐκφόρια los frutos de este año</i>, <i>PLille</i> 4.10, cf. 31 (III a.C.), <i>BGU</i> 486.7 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>part. subst. τὸ ἐνστάν [[el momento]], [[el instante]] τοῦ ποτὲ ἐνστάντος οἷον αὐτομάτως κάτεισι cuando llega el momento, de manera espontánea (las almas) descienden</i> Plot.4.3.13, tb. perf. ἐν χρόνῳ ὁ νῦν ἐνεστώς de la mónada <i>Theol.Ar</i>.6.<br /><b class="num">2</b> de plazos [[vencer]], [[llegar a vencimiento]] διαλύειν τὰς ἐνεστώσας τιμάς <i>PTeb</i>.769.30 (III a.C.), τῆς ἐνεστηκυίας δόσεως <i>PBaden</i> 47.16 (II a.C.).<br /><b class="num">3</b> part. perf. ὁ (χρόνος) ἐνεστώς gener. [[el presente]] op. ‘[[pasado]]’ y ‘[[futuro]]’ τὸ μὲν γὰρ ἔστιν [[αὐτοῦ]] (χρόνου) παρεληλυθός, τὸ δὲ ἐνεστηκός, τὸ δὲ μέλλον Apollod.<i>Stoic</i>.3.260, cf. S.E.<i>M</i>.10.193, εἴρηται κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν ἱκανῶς se ha hablado por el momento bastante</i> Arist.<i>Rh</i>.1366<sup>b</sup>23, op. οἱ ἐπάνω χρόνοι <i>SEG</i> 46.1721.22 (Janto II a.C.), ὁ αἰὼν ὁ ἐνεστώς <i>Ep.Gal</i>.1.4<br /><b class="num">•</b>subst. [[ὁ ἐνεστώς]] = [[el momento]], [[este instante]] op. ‘[[pasado reciente]]’, Arist.<i>Ph</i>.222<sup>b</sup>14<br /><b class="num">•</b>c. suj. de [[unidad]] temporal def. [[presente]], [[corriente]], [[en curso]] ἐνεστᾶναι δὲ τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.<i>Stoic</i>.3.260, ὁ ἐνεστὼς ἐνιαυτός <i>ISmyrna</i> 711.5 (imper.), τὸ ἐνεστὸς ε (ἔτος) Γαίου Καίσαρος Αὐτοκράτορος el corriente año 5 del emperador Gayo César</i>, <i>SB</i> 12763.6 (I d.C.), cf. <i>PSI XX Congr</i>.7.6 (II d.C.), <i>PWash.Univ</i>.19.12 (III d.C.), τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Λῴου en el presente mes de Loo</i> Philipp.Maced. en D.18.157, cf. <i>IMylasa</i> 212.12 (II/I a.C.), ἐν τῇ ἐνεστώσῃ ὥρᾳ <i>BGU</i> 1131.29 (I a.C.).<br /><b class="num">4</b> gram., en el verbo ὁ ἐνεστώς [[presente]] χρόνοι τρεῖς, ἐ., παρεληλυθώς, μέλλων D.T.638, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.48, A.D.<i>Pron</i>.58.7, <i>Adu</i>.124.5<br /><b class="num">•</b>ref. al perfecto [[valor de presente]] A.D.<i>Synt</i>.205.15. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [jón. perf. part. ἐνεστεώς Hdt.1.83, tes. part. dat. sg. ἐνεστάκοντι <i>SEG</i> 42.510.16 (Larisa II a.C.?)]<br /><b class="num">A</b> tr., en pres., fut. y frec. aor. sigm.<br /><b class="num">I</b> gener. en v. act.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[alzar]], [[poner en pie]], [[erigir]] στῆλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102, χρυσᾶ δὲ ἀγάλματα ἐνέστησαν Pl.<i>Criti</i>.116d, τὰς θύρας <i>IEleusis</i> 177.158 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. [[ἄγαλμα]] ... ἐνστήσασθαι Poll.1.11<br /><b class="num">•</b>náut. [[izar]] c. dat. loc. ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de animados [[situar]], [[colocar]], [[disponer en o sobre]] c. rég. prep. o dat. ἐν τούτοις (λίθοις) τὸν ἵππον ... ἐνιστάναι colocar al caballo encima de ellas (las piedras)</i> X.<i>Eq.Mag</i>.1.16, τὸν πολιτικόν ... οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν ἐνστήσαντα colocando en él (el Estado) al político como auriga</i> Pl.<i>Plt</i>.266e, ὄρτυγα ἐνιστάντες τῷ περιγραπτῷ κύκλῳ para el juego de la [[ὀρτυγοκοπία]] Poll.9.102, Ὀλύμπῳ a un ser divinizado, Nonn.<i>D</i>.8.102<br /><b class="num">•</b>[[interponer]], [[disponer en medio]], entre εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης si dispusieras a los palafreneros entre los jinetes</i> X.<i>Eq.Mag</i>.5.6, tb. c. ac. abstr. y gen. [[αὐτοῦ]] βλέμματος ἐνστήσας ... βασκανίην interponiendo entre nuestras miradas su [[envidia]]</i>, <i>AP</i> 5.218 (Agath.), en v. pas. ὡς ἐνισταμένη [[δύναμις]] una [[especie]] de [[poder]] [[interpuesto]]</i> Pl.<i>Ti</i>.74a.<br /><b class="num">II</b> gener. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[emprender]], [[acometer]] [[accion]]es o empresas de orden polít. ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο cuantas emprendieron este asunto</i> Ar.<i>Lys</i>.268, cf. D.10.21, πρᾶξιν Plu.<i>Arat</i>.16, πόλεμον Plb.2.71.9, gener. οὐκ ἀγνοῶ ... ὅσον ἔργον ἐνίσταμαι Isoc.12.36, τίνα τὴν τοῦ βίου ὁδὸν ἐνστήσονται qué camino de la vida emprenderán</i> Pl.<i>Ax</i>.367a, cf. Plb.18.54.11, ἀρχὰς ... τῆς γενέσεως Thphr.<i>HP</i> 7.10.4, cf. Plb.18.41.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. abstr. y πρός c. ac. [[emprenderla con]], [[suscitar]], [[promover contra]] πρὸς δὲ τοὺς Καρχηδονίους ... ὀργὴν ἐνεστήσαντο καὶ μῖσος suscitaban ira y odio contra los cartagineses</i> Plb.1.82.9, ἀγωνιστικὸν πρὸς τοὺς Κορινθίους ... λόγον Gr.Nyss.<i>Hom.in</i> 1<i>Cor</i>.10.8.<br /><b class="num">2</b> c. inf. [[determinar]], [[proyectar]] πορθεῖν αὐτὰς ἐνεστήσατο había proyectado asediarlas (las ciudades)</i>, D.S.14.53.<br /><b class="num">3</b> jur. [[incoar un proceso]] = [[ἐνστήσασθαι τὸ πρᾶγμα]] Arist.<i>Pr</i>.951<sup>a</sup>28, ὁ τοιοῦτον ἀγῶν' ἐνστησάμενος D.18.4.<br /><b class="num">4</b> jur. [[instituir]], [[designar]] [[heredero]] [[ἐνίστημι]] κληρονόμους τοὺς ... ὑιοὺς <i>PMasp</i>.151.75 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. <i>POxy</i>.1901.61 (VI d.C.), <i>Cod.Iust</i>.1.2.25, Iust.<i>Nou</i>.101 proem.<br /><b class="num">B</b> intr. en aor. rad. atem. o perf. act. y en pres. o fut. med.<br /><b class="num">I</b> indic. el resultado de un mov. real o fig.<br /><b class="num">1</b> gener. c. suj. de pers. [[ponerse]], [[instalarse en]], [[acceder]] c. rég. prep. ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχήν Hdt.3.68, cf. 2.147, ὁ νικάσας ἐν τὰν [οὐ] σίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος <i>FD</i> 1.486.2B.14 (III a.C.), ἐνστησαμέν[ης μου ἐν τῇ] ... οἰκίᾳ <i>PTeb</i>.793.8.10 (II a.C.), sin rég. expreso τὰς [[διόδους]] τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον ... Th.3.23, c. suj. no pers. τοῦτ' αὐτὸ ἐν ᾧ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται esa misma sustancia en la que se instala, una vez grabado</i> Pl.<i>Ti</i>.50d<br /><b class="num">•</b>perf. [[haberse establecido]] c. pred. σέο δ' ἐνεστεῶτος βασιλέος una vez tu estés establecido como rey</i> Hdt.1.120, cf. 6.59.<br /><b class="num">2</b> c. suj. abstr. [[emprenderse]], [[comenzar]] ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος la [[guerra]] que en aquel entonces se entabló</i> D.18.89, cf. Plb.1.71.4, c. dat. τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2, cf. LXX 1<i>Ma</i>.8.24, ἐνέστη κρίσις πρὸς τὸν Μενέλαον se abrió un proceso a Menelao</i> LXX 2<i>Ma</i>.4.43.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de cosa [[alzarse en]] [[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ (νηῷ) ἐνέστηκε Hdt.2.91, πύλαι δὲ ἐνεστᾶσι πέριξ τοῦ τείχεος [[ἑκατόν]] se alzan cien puertas en torno a la [[muralla]]</i> Hdt.1.179, τὸ ἐλαιουργῖον ... σὺν ταῖς ἐναιστώσαις (<i>sic</i>) θύραις καὶ κλεισί la almazara con las puertas y cierres que allí están levantadas, e.e., con sus puertas y cierres</i>, <i>PAmh</i>.93.23 (II d.C.), ἐνέστηκε δὲ τῷ τείχει παραστάτης para una máquina de guerra, Apollod.<i>Poliorc</i>.143.9.<br /><b class="num">4</b> fig., c. dat. de pers. o abstr. [[colocarse frente]], [[oponerse]] ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις Th.8.69, τοῖς Καρχηδονίοις Plb.3.97.1, ἐνστάντων τινῶν σοι <i>UPZ</i> 145.3 (II a.C.), τῇ φυγῇ Plu.<i>Luc</i>.13, τῇ αὐξήσει Plu.<i>Rom</i>.25, Θεμιστοκλέους ... πρὸς πᾶσαν αὐτῷ πολιτείαν ἐνισταμένου Plu.<i>Arist</i>.3.<br /><b class="num">5</b> cont. polít. [[interponerse]], [[ejercer el derecho de veto]] como facultad de los tribunos del pueblo ἐὰν [[εἷς]] ἐνιστῆται τῶν δημάρχων Plb.6.16.4, en Roma, Plu.<i>TG</i> 10.<br /><b class="num">6</b> fil., lóg. [[objetar]], [[negar]] ἀεὶ γὰρ ἔστιν ἐνστῆναι πρὸς τὸν ἔξω λόγον pues siempre es posible objetar contra la argumentación externa</i> Arist.<i>APo</i>.76<sup>b</sup>26, c. complet. ἐνιστάμεθα ... ὅτι Arist.<i>APr</i>.69<sup>b</sup>6, ἐνστῆναι εἰ ἀληθῆ λέγουσι Arist.<i>HA</i> 638<sup>a</sup>5, ἐνσταίη τις ἂν ὡς οὐκ [[ἀνάγκη]] τὸ λεχθέν Arist.<i>Cael</i>.281<sup>a</sup>20, cf. A.D.<i>Synt</i>.176.23<br /><b class="num">•</b>en part., subst. οἱ ἐνιστάμενοι τῷ καθόλου los que niegan la premisa universal</i> Arist.<i>Top</i>.157<sup>b</sup>3, οἱ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ ἀγαθόν Arist.<i>EN</i> 1172<sup>b</sup>35<br /><b class="num">•</b>abs. [[poner objeciones]] εἰ μή τις ἐνίσταιτο ... φάσκων ... Arist.<i>Cat</i>.4<sup>a</sup>22, cf. <i>Rh</i>.1402<sup>b</sup>24, <i>Cael</i>.313<sup>b</sup>3, ἐὰν γὰρ ἐνστῇ κεκρατῆσθαι δόξεις pues si él pusiera objeciones parecerías haber sido [[vencido]]</i> Arist.<i>Rh</i>.1419<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">II</b> gener. en perf., como verbo de ‘[[estado]]’<br /><b class="num">1</b> c. suj. concr. [[estar situado dentro]], [[estar en]] ἕτερον ἑτέρῳ κύκλῳ ἐνεστεῶτα estando un círculo dentro de otro</i> de un recinto amurallado, Hdt.1.98, λόχοις δ' ἐνεστώς una vez dentro del ejército</i> E.<i>Supp</i>.896.<br /><b class="num">2</b> c. suj. abstr., fig. [[estar en pie]], [[estar pendiente]], [[mantenerse]] c. o sin dat. pers. τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων siendo tales los asuntos de los que los espartanos estaban pendientes</i> Hdt.1.83, ἔτι ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε todavía está en pie lo que Cebes decía hace un momento</i> Pl.<i>Phd</i>.77b, ἡ ἐνεστῶσα [[ἀνάγκη]] 1<i>Ep.Cor</i>.7.26, τὰ ἔργα τὰ ἐνεστηκότα <i>PPetr</i>.2.4.6.6 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>simpl. [[estar aquí]], [[ser ahora]] περὶ οὗ νῦν ὁ λόγος ἐνέστηκε Arist.<i>de An</i>.432<sup>b</sup>8<br /><b class="num">•</b>part. [[actual]], [[presente]] περὶ τῶν ἐνεστηκότων πραγμάτων en la situación presente</i> X.<i>HG</i> 2.1.6, ἡ ἐνεστῶσα πραγματεία Aristox.<i>Harm</i>.14.2, περὶ τὸ ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.94, ἐν τῷ ἐνεστηκότι ἐνιαυτῷ en el presente año</i>, en el año en curso</i>, <i>IG</i> 12(6).11.25 (Samos III a.C.), μηνὶ Θὼθ τῆς ἐνεστώσης ὑπατείας <i>PSakaon</i> 72.10 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[τὰ ἐνεστῶτα]] = [[la situación]], [[las circunstancias presentes]] μηδὲν ἐπιδεικνύντα τῶν ἐπεσομένων ἢ ἐνεστώτων no revelando al paciente nada de lo que le va a pasar ni de su estado actual</i> Hp.<i>Decent</i>.16.<br /><b class="num">3</b> c. suj. de pers. y ref. a cargos [[estar en ejercicio]] τὰ [ἀ] ρχεῖα τὰ ἐνεστηκότα los magistrados en ejercicio</i>, <i>IG</i> 12(6).150.12 (Samos IV a.C.), τοὺς πρυτάνεις τούς τε ἐνεστῶτας καὶ τοὺς ἀεὶ γινομένους <i>SEG</i> 45.1508B.9 (Bargilia II/I a.C.)<br /><b class="num">•</b>part. subst. [[οἱ ἐνεστῶτες]] = [[los magistrados en ejercicio]], en el [[cargo]] Arist.<i>Pol</i>.1322<sup>a</sup>12.<br /><b class="num">4</b> en cont. jur., perf. [[estar abierto]], [[estar en curso]], [[estar pendiente de pleitos]], [[estar pendiente de procesos]], etc. ι ... μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.<i>Nu</i>.779, cf. Is.11.45, D.33.14, Aeschin.1.86, ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7, περὶ ὧν προφέρεται ἐνεστάναι αὐτῷ πρὸς Πετοσίριν sobre las causas que declara tener pendientes contra Petosiris</i>, <i>SB</i> 12722.5, cf. <i>PAmh</i>.33.6 (II a.C.) en <i>BL</i> 1.1, οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτοὺς <i>PStras</i>.91.21 (I a.C.), cf. <i>POxy</i>.1195.8 (II d.C.), τὰ ἐπ' αὐτῶν ἐνεστηκότα los procesos en curso</i>, <i>PTeb</i>.7.7 (II a.C.), δ[ιαδι] κα[σί] ας περὶ κληρονομίας μοι ἐν[σ] τάσης Mitteis <i>Chr</i>.89.10 (II d.C.), cf. <i>SB</i> 4416.6<br /><b class="num">•</b>de pers. [[ὁ ἐνεστηκώς]] = [[el demandante]], <i>SIG</i> 45.28 (Halicarnaso V a.C.).<br /><b class="num">5</b> en cont. medic., gener. perf., de dolores [[quedarse]], [[fijarse]] πόνος ἰσχυρὸς ἐν τῇ κεφαλῇ ἐνέστηκεν Hp.<i>Int</i>.40, cf. <i>Epid</i>.5.83<br /><b class="num">•</b>de humores [[detenerse]], [[acumularse]], [[estancarse]] τῇ μὲν οὖν ἐνέστηκεν ([[αἷμα]]) Hp.<i>Flat</i>.14, φλέγμα Hp.<i>Morb</i>.1.12, 13, <i>Ophth.Fr.Pap</i>.1.20.9, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά ([[γάλα]]) Dsc.<i>Alex</i>.26<br /><b class="num">•</b>del agua en alcorques al pie de árboles ὑδωρ ἐνεστηκώς Thphr.<i>CP</i> 5.13.1.<br /><b class="num">III</b> esp. ref. al ‘[[tiempo]]’<br /><b class="num">1</b> [[hacerse presente]], [[llegar]], [[presentarse]] ἐνεστάναι δὲ τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν decimos de todo el tiempo que es presente, lo mismo que lo decimos del año (en sentido amplio)</i>, Apollod.<i>Stoic</i>.3.260, ἐνεστυίης νυκτός al llegar la noche</i> Hp.<i>Steril</i>.223, op. προεληλυθότος (τοῦ θέρους) Thphr.<i>HP</i> 9.8.2, ἐγένετο ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3<i>Re</i>.12.24x, ἔκρινε μὴ παρεῖναι τὸν ἐνεστῶτα καιρόν juzgó que no debía dejar pasar la ocasión presente</i> Plb.1.60.9, cf. 2.26.3, I.<i>AI</i> 16.162, <i>Ep.Hebr</i>.9.9, ὁ καιρὸς ὁ βέ[λ] τιστος ἐνέστηκε <i>PSI</i> 486.11 (III a.C.), τοῦ ... καιροῦ τῆς ἀναγωγῆς ... ἐνεστηκότος habiendo llegado el momento oportuno para la entrega</i>, <i>PTeb</i>.24.56 (II a.C.), cf. <i>PLugd.Bat</i>.12.3 (II a.C.), ἐνέστηκεν ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου ha llegado el día del Señor</i> 2<i>Ep.Thess</i>.2.2, τῆς προθεσμίας ἐνστάσης cuando llegue la fecha fijada</i>, <i>POxy</i>.270.28 (I d.C.), <i>SB</i> 11385.13 (III d.C.), cf. <i>POxy</i>.37.11 (I d.C.), τὰ ἐνεστηκότα ἐκφόρια los frutos de este año</i>, <i>PLille</i> 4.10, cf. 31 (III a.C.), <i>BGU</i> 486.7 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>part. subst. τὸ ἐνστάν [[el momento]], [[el instante]] τοῦ ποτὲ ἐνστάντος οἷον αὐτομάτως κάτεισι cuando llega el momento, de manera espontánea (las almas) descienden</i> Plot.4.3.13, tb. perf. ἐν χρόνῳ ὁ νῦν ἐνεστώς de la mónada <i>Theol.Ar</i>.6.<br /><b class="num">2</b> de plazos [[vencer]], [[llegar a vencimiento]] διαλύειν τὰς ἐνεστώσας τιμάς <i>PTeb</i>.769.30 (III a.C.), τῆς ἐνεστηκυίας δόσεως <i>PBaden</i> 47.16 (II a.C.).<br /><b class="num">3</b> part. perf. ὁ (χρόνος) ἐνεστώς gener. [[el presente]] op. ‘[[pasado]]’ y ‘[[futuro]]’ τὸ μὲν γὰρ ἔστιν [[αὐτοῦ]] (χρόνου) παρεληλυθός, τὸ δὲ ἐνεστηκός, τὸ δὲ μέλλον Apollod.<i>Stoic</i>.3.260, cf. S.E.<i>M</i>.10.193, εἴρηται κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν ἱκανῶς se ha hablado por el momento bastante</i> Arist.<i>Rh</i>.1366<sup>b</sup>23, op. οἱ ἐπάνω χρόνοι <i>SEG</i> 46.1721.22 (Janto II a.C.), ὁ αἰὼν ὁ ἐνεστώς <i>Ep.Gal</i>.1.4<br /><b class="num">•</b>subst. [[ὁ ἐνεστώς]] = [[el momento]], [[este instante]] op. ‘[[pasado reciente]]’, Arist.<i>Ph</i>.222<sup>b</sup>14<br /><b class="num">•</b>c. suj. de [[unidad]] temporal def. [[presente]], [[corriente]], [[en curso]] ἐνεστᾶναι δὲ τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.<i>Stoic</i>.3.260, ὁ ἐνεστὼς ἐνιαυτός <i>ISmyrna</i> 711.5 (imper.), τὸ ἐνεστὸς ε (ἔτος) Γαίου Καίσαρος Αὐτοκράτορος el corriente año 5 del emperador Gayo César</i>, <i>SB</i> 12763.6 (I d.C.), cf. <i>PSI XX Congr</i>.7.6 (II d.C.), <i>PWash.Univ</i>.19.12 (III d.C.), τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Λῴου en el presente mes de Loo</i> Philipp.Maced. en D.18.157, cf. <i>IMylasa</i> 212.12 (II/I a.C.), ἐν τῇ ἐνεστώσῃ ὥρᾳ <i>BGU</i> 1131.29 (I a.C.).<br /><b class="num">4</b> gram., en el verbo ὁ ἐνεστώς [[presente]] χρόνοι τρεῖς, ἐ., παρεληλυθώς, μέλλων D.T.638, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.48, A.D.<i>Pron</i>.58.7, <i>Adu</i>.124.5<br /><b class="num">•</b>ref. al perfecto [[valor de presente]] A.D.<i>Synt</i>.205.15. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |