από: Difference between revisions

93 bytes removed ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM ἀπό) <b>πρόθ.</b><br />σημαίνει 1. [[απομάκρυνση]] από [[τόπο]], [[πρόσωπο]], [[πράγμα]], [[ενέργεια]] («έφυγε από την [[πόλη]]», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν»)<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]] («από [[δήμαρχος]] [[κλητήρας]]», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν»)<br /><b>3.</b> [[προέλευση]] από [[τόπο]] ή [[πρόσωπο]] («πήρε χρήματα από τον [[πατέρα]] του», «ἡ ἀφ ἡμῶν [[τιμωρία]]»)<br /><b>4.</b> [[καταγωγή]] («[[είναι]] από την Αθήνα», «τοὺς ἀπὸ Φρυγίας»)<br /><b>5.</b> [[αφετηρία]] ([[ιδίως]] χρον.) («από [[τότε]]», «ἀπὸ τούτου τοῡ χρόνου»)<br /><b>6.</b> ύστερα από, [[μετά]])<br />«ύστερα από [[τρεις]] μέρες», «ἀφ' ἑσπέρας»)<br /><b>7.</b> ποιητικό [[αίτιο]] («ευλογημένος απ' τον θεό», «ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν [[ἔργον]] ἀξιόλογον»)<br /><b>8.</b> αναγκαστικό [[αίτιο]] («πέθανα απ' τους πόνους», «ἀπὸ τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι»)<br /><b>9.</b> [[αφαίρεση]] από το όλον («πάρε ό,τι θέλεις απ' όσα έχουμε», «ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν»)<br /><b>10.</b> επιμερισμό («από λίγο -λίγο»)<br /><b>11.</b> [[σύγκριση]] («πιο πονετικό απ' όλα»)<br /><b>12.</b> ύλη (συστατική) («από [[γυαλί]], [[ξύλο]] κ.λπ.», «[[ἔνδυμα]] ἀπὸ τριχῶν καμήλου»)<br /><b>13.</b> όργανο, [[μέσο]], τρόπο («τον πήρε από καλό [[μάτι]] ή από καλού», «ἡ ἀπὸ ξίφους [[μάχη]]»)<br /><b>14.</b> [[αναφορά]] («πώς πάτε από [[υγεία]];» «σεμνὸς ἀπὸ τοῡ σχήματος»)<br /><b>15.</b> [[απαλλαγή]] «γλύτωσε απὸ τον κίνδυνο», «[[ἐλεύθερος]] ἀπὸ ζημίας»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιοδότηση]], [[εντολή]]<br />(«τιμητικά τον χαιρετούν από τους [[κεφαλάδες]]»)<br /><b>2.</b> διαμέσου ενός τόπου («πέρασε από τη Θήβα»)<br /><b>3.</b> [[εξάρτηση]], [[πιάσιμο]] («την έσυρε από τα μαλλιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[κίνηση]] [[προς]] έναν [[τόπο]] («θα πάω από την [[άλλη]] [[μεριά]]»)<br /><b>2.</b> [[στάση]] σ' έναν [[τόπο]] («κάθεται από την [[άλλη]] [[μεριά]]»)<br /><b>3.</b> [[απόσταση]] («απέχει από τη [[θάλασσα]] δύο χιλιόμετρα»)<br /><b>4.</b> [[ποσό]] («στοιχίζει από χίλιες κι [[απάνω]])<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη [[καλοκαίρι]]»<br /><b>2.</b> «από [[πίτα]] που δεν τρως, τι σε [[μέλει]] κι αν καεί» (μην ενδιαφέρεσαι για ξένες υποθέσεις)<br /><b>3.</b> «[[είναι]] από [[χέρι]]» (για [[πράγμα]] ή [[δώρο]] που προέρχεται από αγαπημένο [[πρόσωπο]])<br /><b>4.</b> «απ' της συκιάς το [[γάλα]] κι απ' του κάβουρα το [[ζουμί]]» (για μακρινή ή ανύπαρκτη [[συγγένεια]])<br /><b>5.</b> «τον σέρνει απ' τη [[μύτη]]» (του επιβάλλει πλήρως τη [[θέληση]] του)<br /><b>6.</b> «το έξυπνο [[πουλί]] από τη [[μύτη]] πιάνεται» (ο [[πονηρός]] πέφτει σε [[παγίδα]])<br /><b>7.</b> «ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται» (για απεγνωσμένη και μάταιη [[προσπάθεια]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[πράγμα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]] («μ' αὐτὸν ἐσύντυχαν ἀπὸ πολλῶν πραγμάτων»)<br /><b>2.</b> [[ιδιότητα]] («ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμην ἧσαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάρος]] ή [[αξία]] («ἀπὸ ταλάντων [[ἑξήκοντα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ τοῡ ἴσου», [[εξίσου]]<br />β) «ἀπὸ τοῡ προφανοῡς», [[φανερά]]<br />γ) «ἀπὸ τοῡ αὐτομάτου», εκούσια<br />δ) «ἀπὸ γλώσσης», [[προφορικά]]<br />ε) «ὀμμάτων ἄπο», με τα [[ίδια]] μου τα μάτια» — στ) «ἀπὸ σάλπιγγος», με το [[σάλπισμα]].———————— <b>(II)</b><br />(Α ἄπο) <b>επίρρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>άπο</i> προέρχεται απο την [[πρόθεση]] <i>από</i>, η οποία, όταν βρίσκεται σε [[αναστροφή]], αναβιβάζει τον τόνο αποκτώντας επιρρ. [[σημασία]] και συντάσσεται με γενική (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεών]] άπο</i> «[[μακριά]] από τα πλοία»). Ο τ. απαντά [[συχνά]] σε ονόματα [[σύνθετα]] ή ρηματικά και σημαίνει: α. [[μακριά]]<br />([[άποπτος]]), β. [[περαιτέρω]], [[παρακάτω]], κατ' [[εξακολούθηση]]<br />([[απέκγονος]]), γ. τον στραμμένο [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] <b>μτφ.</b> ([[απηνής]])<br />δ. [[στέρηση]] ([[απόκληρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άπωθεν]], <i>απωτέρω</i>, <i>απωτάτω</i>. Στη νέα Ελληνική η επιρρ. [[χρήση]] της <i>από</i> προήλθε από φράσεις χρονικού προσδιορισμού, όπως <i>από [[τότε]], <i>από [[χτες]]. Το νεοελλ. <i>από</i> απαντά διαλεκτικώς και με τους τύπους: <i>απός</i>, <i>απέ</i>, <i>πε</i>, <i>επέ</i>, <i>απά απέν</i>, <i>απέτα</i>, '<i>πέτα</i>, [[πετά]], <i>ταπέ</i>, <i>απόι</i>, <i>επόι</i>, <i>απέι</i>, <i>απιό</i>, <i>ταπιό</i>. Οι τ. <i>απέ</i>, <i>ταπές</i>, <i>απέτα</i>, <i>απιό</i>, <i>ταπιό</i> χρησιμοποιούνται [[συνήθως]] [[κατά]] τη [[διήγηση]] ή [[μετά]] το <i>και</i>: «να φας κι απέτα να πας». Το νεοελληνικό <i>από</i> σημαίνει: α) [[μετά]] τούτο, [[έπειτα]], ύστερα<br />«να τον [[δεις]] κι απέ φεύγεις<br />απέ τί έγινε;» <br />β) [[αντίθεση]]<br />«απέ, αν είσαι [[κουτός]] τι να σου [[κάνω]];», γ) [[προσθήκη]] λόγου σπουδαιότερου και σοβαρότερου από άλλον<br />«επέ, δεν [[είναι]] ώρα», δ) [[αδιαφορία]] ότι [[τίποτε]] δεν πρόκειται να συμβεί [[μετά]] την προηγούμενη [[πράξη]] <b>(ερωτημ.)</b><br />«κι απέ, τί μ' αυτό;»].———————— <b>(III)</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. τ. <i>ἀπό</i>, <i>ἄπο</i>, ποιητ. [[ἀπαί]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υπό</i> -, [[υπαί]]) χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[πρόθεση]] και προρρηματικό, ενώ απαντά σπάνια σε ονοματικές φράσεις. Στην Αρκαδοκυπριακή, Μυκηναϊκή, Αιολική —Λεσβ., θεσσαλ.— απαντά τ. <i>απύ</i>, [[κυρίως]] όταν χρησιμοποιείται ως [[επίθημα]] (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>apudoke</i>, <i>apedoke</i>) To -<i>υ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] φωνητικά ([[κώφωση]] του <i>ο</i> σε <i>υ</i>) [[είτε]] ετυμολογικά από πιθ. ΙΕ τ. <i>apu</i> (παράλλ. του <i>pu</i>, όπως <i>αρο</i>, παράλλ. του <i>ρό</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>ά</i>-<i>nu</i>, αβεστ. <i>an</i>-<i>u</i> παράλλ. του <i>ανά</i>. Η <i>από</i> αρχικά σήμαινε «[[μακριά]] από», «[[χωριστά]] από», «μέχρις ότου» και δήλωνε την [[αρχή]], την [[αιτία]]. Συντάσσεται [[κυρίως]] με γενική (αφαιρετική<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>άpα</i> <span style="color: red;">+</span> αφαιρετ., λατ. <i>ab</i> <span style="color: red;">+</span> αφαιρετ.), σπάνια με [[δοτική]] (στην Αρκαδοκυπριακή) [[καθώς]] και με επιρρήματα. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. ινδ. <i>άpα</i>, αβεστ. <i>αpα</i>, ουμβρ. <i>ap</i>-<i>ehtre</i>, λατ. <i>ab</i>, γοτθ. <i>af</i>, αγγλ. <i>of</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>aba</i>, νέο άνω γερμ. <i>ab</i> κ.λπ. Στη Νέα Ελληνική η <i>από</i> διατήρησε την προθετική της [[λειτουργία]], απαντά δε διαλεκτικώς με [[πλήθος]] μεταπλασμένων τύπων: <i>αό</i>, <i>αέ</i>, <i>αού</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αό πού</i> <span style="color: red;"><</span> <i>από πού</i>, από [[συνεκφορά]] της πρόθ. με το <i>πού</i> και [[ανομοίωση]]), <i>απέ</i>, <i>πε</i> ([[μεταπλασμός]] από [[συνεκφορά]] των φρ. <i>αά</i> -' <i>εδώ</i>, <i>απ</i>' [[εκεί]], <i>απ</i>' <i>έξω</i>...) <i>αμέ μπε</i> ([[συμφυρμός]] απο <i>από</i>, <i>απέ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>με</i>), <i>άπου</i>, <i>απού</i>, '<i>που</i>, <i>άβι</i>, <i>άσσε</i>, <i>άσσ</i>', <i>αστό</i>, <i>αστ</i>', <i>άσσο</i>, <i>ασσό</i>, <i>απός</i>, <i>απίς</i>, <i>αβί</i>, <i>απσέ</i> - <i>απσ</i>' (<span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>' <span style="color: red;">+</span> <i>εις</i>, σε) απ' όπου <i>αξέ</i> (απ' όπου <i>ασσέ</i>, <i>ατσέ</i>, <i>αφτσέ</i>, <i>απτσέ</i>), <i>αποτά</i> (αναλογικά [[προς]] την πρόθ. [[μετά]]) <i>απετά</i>, <i>πέτα</i>, <i>ταπέ</i>, <i>ταπές</i>, <i>απειό</i>-<i>ταπειό</i>, <i>σετά</i>, '<i>πο</i>, '<i>π</i>' (με [[αποβολή]] του <i>α</i>- και [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>). Επίσης προ φωνήεντος ή προ του άρθρου απαντούν οι συγκεκομμένοι τ. <i>απ</i>', <i>αφ</i>' (προ του άρθρου [[κατά]] τον νόμο της τροπής δύο διαδοχικών ψιλών σε δασύ <span style="color: red;">+</span> ψιλό), <i>ασ</i>' (<span style="color: red;"><</span><i>απ</i>'), <i>αθ</i>' (<span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>'), <i>ατ</i>' (με [[αφομοίωση]] του <i>π</i> [[προς]] το <i>τ</i> του άρθρου), <i>αν</i>', <i>αχ</i>, <i>αξ</i>, <i>αζ</i>, <i>ακ</i>. Το νεοελλ. <i>από</i> συντάσσεται με [[αιτιατική]], ονομαστική, σπάνια με γενική [[καθώς]] και με επιρρήματα].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM ἀπό) <b>πρόθ.</b><br />σημαίνει 1. [[απομάκρυνση]] από [[τόπο]], [[πρόσωπο]], [[πράγμα]], [[ενέργεια]] («έφυγε από την [[πόλη]]», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν»)<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]] («από [[δήμαρχος]] [[κλητήρας]]», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν»)<br /><b>3.</b> [[προέλευση]] από [[τόπο]] ή [[πρόσωπο]] («πήρε χρήματα από τον [[πατέρα]] του», «ἡ ἀφ ἡμῶν [[τιμωρία]]»)<br /><b>4.</b> [[καταγωγή]] («[[είναι]] από την Αθήνα», «τοὺς ἀπὸ Φρυγίας»)<br /><b>5.</b> [[αφετηρία]] ([[ιδίως]] χρον.) («από [[τότε]]», «ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου»)<br /><b>6.</b> ύστερα από, [[μετά]])<br />«ύστερα από [[τρεις]] μέρες», «ἀφ' ἑσπέρας»)<br /><b>7.</b> ποιητικό [[αίτιο]] («ευλογημένος απ' τον θεό», «ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν [[ἔργον]] ἀξιόλογον»)<br /><b>8.</b> αναγκαστικό [[αίτιο]] («πέθανα απ' τους πόνους», «ἀπὸ τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι»)<br /><b>9.</b> [[αφαίρεση]] από το όλον («πάρε ό,τι θέλεις απ' όσα έχουμε», «ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν»)<br /><b>10.</b> επιμερισμό («από λίγο -λίγο»)<br /><b>11.</b> [[σύγκριση]] («πιο πονετικό απ' όλα»)<br /><b>12.</b> ύλη (συστατική) («από [[γυαλί]], [[ξύλο]] κ.λπ.», «[[ἔνδυμα]] ἀπὸ τριχῶν καμήλου»)<br /><b>13.</b> όργανο, [[μέσο]], τρόπο («τον πήρε από καλό [[μάτι]] ή από καλού», «ἡ ἀπὸ ξίφους [[μάχη]]»)<br /><b>14.</b> [[αναφορά]] («πώς πάτε από [[υγεία]];» «σεμνὸς ἀπὸ τοῦ σχήματος»)<br /><b>15.</b> [[απαλλαγή]] «γλύτωσε απὸ τον κίνδυνο», «[[ἐλεύθερος]] ἀπὸ ζημίας»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιοδότηση]], [[εντολή]]<br />(«τιμητικά τον χαιρετούν από τους [[κεφαλάδες]]»)<br /><b>2.</b> διαμέσου ενός τόπου («πέρασε από τη Θήβα»)<br /><b>3.</b> [[εξάρτηση]], [[πιάσιμο]] («την έσυρε από τα μαλλιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[κίνηση]] [[προς]] έναν [[τόπο]] («θα πάω από την [[άλλη]] [[μεριά]]»)<br /><b>2.</b> [[στάση]] σ' έναν [[τόπο]] («κάθεται από την [[άλλη]] [[μεριά]]»)<br /><b>3.</b> [[απόσταση]] («απέχει από τη [[θάλασσα]] δύο χιλιόμετρα»)<br /><b>4.</b> [[ποσό]] («στοιχίζει από χίλιες κι [[απάνω]])<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη [[καλοκαίρι]]»<br /><b>2.</b> «από [[πίτα]] που δεν τρως, τι σε [[μέλει]] κι αν καεί» (μην ενδιαφέρεσαι για ξένες υποθέσεις)<br /><b>3.</b> «[[είναι]] από [[χέρι]]» (για [[πράγμα]] ή [[δώρο]] που προέρχεται από αγαπημένο [[πρόσωπο]])<br /><b>4.</b> «απ' της συκιάς το [[γάλα]] κι απ' του κάβουρα το [[ζουμί]]» (για μακρινή ή ανύπαρκτη [[συγγένεια]])<br /><b>5.</b> «τον σέρνει απ' τη [[μύτη]]» (του επιβάλλει πλήρως τη [[θέληση]] του)<br /><b>6.</b> «το έξυπνο [[πουλί]] από τη [[μύτη]] πιάνεται» (ο [[πονηρός]] πέφτει σε [[παγίδα]])<br /><b>7.</b> «ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται» (για απεγνωσμένη και μάταιη [[προσπάθεια]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[πράγμα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]] («μ' αὐτὸν ἐσύντυχαν ἀπὸ πολλῶν πραγμάτων»)<br /><b>2.</b> [[ιδιότητα]] («ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμην ἧσαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάρος]] ή [[αξία]] («ἀπὸ ταλάντων [[ἑξήκοντα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ τοῦ ἴσου», [[εξίσου]]<br />β) «ἀπὸ τοῦ προφανοῦς», [[φανερά]]<br />γ) «ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου», εκούσια<br />δ) «ἀπὸ γλώσσης», [[προφορικά]]<br />ε) «ὀμμάτων ἄπο», με τα [[ίδια]] μου τα μάτια» — στ) «ἀπὸ σάλπιγγος», με το [[σάλπισμα]].<br /><b>(II)</b><br />(Α ἄπο) <b>επίρρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>άπο</i> προέρχεται απο την [[πρόθεση]] <i>από</i>, η οποία, όταν βρίσκεται σε [[αναστροφή]], αναβιβάζει τον τόνο αποκτώντας επιρρ. [[σημασία]] και συντάσσεται με γενική (πρβλ. [[νεών]] άπο</i> «[[μακριά]] από τα πλοία»). Ο τ. απαντά [[συχνά]] σε ονόματα [[σύνθετα]] ή ρηματικά και σημαίνει: α. [[μακριά]]<br />([[άποπτος]]), β. [[περαιτέρω]], [[παρακάτω]], κατ' [[εξακολούθηση]]<br />([[απέκγονος]]), γ. τον στραμμένο [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] <b>μτφ.</b> ([[απηνής]])<br />δ. [[στέρηση]] ([[απόκληρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άπωθεν]], <i>απωτέρω</i>, <i>απωτάτω</i>. Στη νέα Ελληνική η επιρρ. [[χρήση]] της <i>από</i> προήλθε από φράσεις χρονικού προσδιορισμού, όπως <i>από [[τότε]], <i>από [[χτες]]. Το νεοελλ. <i>από</i> απαντά διαλεκτικώς και με τους τύπους: <i>απός</i>, <i>απέ</i>, <i>πε</i>, <i>επέ</i>, <i>απά απέν</i>, <i>απέτα</i>, '<i>πέτα</i>, [[πετά]], <i>ταπέ</i>, <i>απόι</i>, <i>επόι</i>, <i>απέι</i>, <i>απιό</i>, <i>ταπιό</i>. Οι τ. <i>απέ</i>, <i>ταπές</i>, <i>απέτα</i>, <i>απιό</i>, <i>ταπιό</i> χρησιμοποιούνται [[συνήθως]] [[κατά]] τη [[διήγηση]] ή [[μετά]] το <i>και</i>: «να φας κι απέτα να πας». Το νεοελληνικό <i>από</i> σημαίνει: α) [[μετά]] τούτο, [[έπειτα]], ύστερα<br />«να τον [[δεις]] κι απέ φεύγεις<br />απέ τί έγινε;» <br />β) [[αντίθεση]]<br />«απέ, αν είσαι [[κουτός]] τι να σου [[κάνω]];», γ) [[προσθήκη]] λόγου σπουδαιότερου και σοβαρότερου από άλλον<br />«επέ, δεν [[είναι]] ώρα», δ) [[αδιαφορία]] ότι [[τίποτε]] δεν πρόκειται να συμβεί [[μετά]] την προηγούμενη [[πράξη]] <b>(ερωτημ.)</b><br />«κι απέ, τί μ' αυτό;»].<br /><b>(III)</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. τ. <i>ἀπό</i>, <i>ἄπο</i>, ποιητ. [[ἀπαί]] (πρβλ. <i>υπό</i> -, [[υπαί]]) χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[πρόθεση]] και προρρηματικό, ενώ απαντά σπάνια σε ονοματικές φράσεις. Στην Αρκαδοκυπριακή, Μυκηναϊκή, Αιολική —Λεσβ., θεσσαλ.— απαντά τ. <i>απύ</i>, [[κυρίως]] όταν χρησιμοποιείται ως [[επίθημα]] (πρβλ. μυκην. <i>apudoke</i>, <i>apedoke</i>) To -<i>υ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] φωνητικά ([[κώφωση]] του <i>ο</i> σε <i>υ</i>) [[είτε]] ετυμολογικά από πιθ. ΙΕ τ. <i>apu</i> (παράλλ. του <i>pu</i>, όπως <i>αρο</i>, παράλλ. του <i>ρό</i>)<br />πρβλ. αρχ. ινδ. <i>ά</i>-<i>nu</i>, αβεστ. <i>an</i>-<i>u</i> παράλλ. του <i>ανά</i>. Η <i>από</i> αρχικά σήμαινε «[[μακριά]] από», «[[χωριστά]] από», «μέχρις ότου» και δήλωνε την [[αρχή]], την [[αιτία]]. Συντάσσεται [[κυρίως]] με γενική (αφαιρετική<br />πρβλ. αρχ. ινδ. <i>άpα</i> <span style="color: red;">+</span> αφαιρετ., λατ. <i>ab</i> <span style="color: red;">+</span> αφαιρετ.), σπάνια με [[δοτική]] (στην Αρκαδοκυπριακή) [[καθώς]] και με επιρρήματα. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. ινδ. <i>άpα</i>, αβεστ. <i>αpα</i>, ουμβρ. <i>ap</i>-<i>ehtre</i>, λατ. <i>ab</i>, γοτθ. <i>af</i>, αγγλ. <i>of</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>aba</i>, νέο άνω γερμ. <i>ab</i> κ.λπ. Στη Νέα Ελληνική η <i>από</i> διατήρησε την προθετική της [[λειτουργία]], απαντά δε διαλεκτικώς με [[πλήθος]] μεταπλασμένων τύπων: <i>αό</i>, <i>αέ</i>, <i>αού</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αό πού</i> <span style="color: red;"><</span> <i>από πού</i>, από [[συνεκφορά]] της πρόθ. με το <i>πού</i> και [[ανομοίωση]]), <i>απέ</i>, <i>πε</i> ([[μεταπλασμός]] από [[συνεκφορά]] των φρ. <i>αά</i> -' <i>εδώ</i>, <i>απ</i>' [[εκεί]], <i>απ</i>' <i>έξω</i>...) <i>αμέ μπε</i> ([[συμφυρμός]] απο <i>από</i>, <i>απέ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>με</i>), <i>άπου</i>, <i>απού</i>, '<i>που</i>, <i>άβι</i>, <i>άσσε</i>, <i>άσσ</i>', <i>αστό</i>, <i>αστ</i>', <i>άσσο</i>, <i>ασσό</i>, <i>απός</i>, <i>απίς</i>, <i>αβί</i>, <i>απσέ</i> - <i>απσ</i>' (<span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>' <span style="color: red;">+</span> <i>εις</i>, σε) απ' όπου <i>αξέ</i> (απ' όπου <i>ασσέ</i>, <i>ατσέ</i>, <i>αφτσέ</i>, <i>απτσέ</i>), <i>αποτά</i> (αναλογικά [[προς]] την πρόθ. [[μετά]]) <i>απετά</i>, <i>πέτα</i>, <i>ταπέ</i>, <i>ταπές</i>, <i>απειό</i>-<i>ταπειό</i>, <i>σετά</i>, '<i>πο</i>, '<i>π</i>' (με [[αποβολή]] του <i>α</i>- και [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>). Επίσης προ φωνήεντος ή προ του άρθρου απαντούν οι συγκεκομμένοι τ. <i>απ</i>', <i>αφ</i>' (προ του άρθρου [[κατά]] τον νόμο της τροπής δύο διαδοχικών ψιλών σε δασύ <span style="color: red;">+</span> ψιλό), <i>ασ</i>' (<span style="color: red;"><</span><i>απ</i>'), <i>αθ</i>' (<span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>'), <i>ατ</i>' (με [[αφομοίωση]] του <i>π</i> [[προς]] το <i>τ</i> του άρθρου), <i>αν</i>', <i>αχ</i>, <i>αξ</i>, <i>αζ</i>, <i>ακ</i>. Το νεοελλ. <i>από</i> συντάσσεται με [[αιτιατική]], ονομαστική, σπάνια με γενική [[καθώς]] και με επιρρήματα].
}}
}}