εντολή: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(12)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐντολή]])<br /><b>1.</b> [[παραγγελία]], [[διαταγή]] («εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῡ Λυδοῡ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεία]] [[επιταγή]] («φυλάξω τὰς ἐντολάς σου»)<br /><b>3.</b> [[εξουσιοδότηση]]<br /><b>4.</b> <i>οι εντολές</i><br />οι παραγγελίες που έδωσε ο [[θεός]] στον Μωυσή, οι [[δέκα]] εντολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβαση]] [[κατά]] την οποία ο [[εντολέας]] αναθέτει στον εντολοδόχο τη [[διεξαγωγή]] υπόθεσης [[χωρίς]] [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> [[έμβασμα]], χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλεται μέσω της τράπεζας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. [[εντέλλω]], που απαντά συνηθέστερα στη [[μέση]] [[φωνή]]. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[τέλλω]] «[[κάνω]] [[κάτι]] να εγερθεί-[[εκτελώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εντολίδιον</i>, <i>εντολικός</i>, <i>εντολιμαίον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντολέας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εντολοφύλαξ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντολοδότης]], [[εντολοδόχος]]].
|mltxt=η (AM [[ἐντολή]])<br /><b>1.</b> [[παραγγελία]], [[διαταγή]] («εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῦ Λυδοῦ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεία]] [[επιταγή]] («φυλάξω τὰς ἐντολάς σου»)<br /><b>3.</b> [[εξουσιοδότηση]]<br /><b>4.</b> <i>οι εντολές</i><br />οι παραγγελίες που έδωσε ο [[θεός]] στον Μωυσή, οι [[δέκα]] εντολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβαση]] [[κατά]] την οποία ο [[εντολέας]] αναθέτει στον εντολοδόχο τη [[διεξαγωγή]] υπόθεσης [[χωρίς]] [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> [[έμβασμα]], χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλεται μέσω της τράπεζας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. [[εντέλλω]], που απαντά συνηθέστερα στη [[μέση]] [[φωνή]]. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[τέλλω]] «[[κάνω]] [[κάτι]] να εγερθεί-[[εκτελώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εντολίδιον</i>, <i>εντολικός</i>, <i>εντολιμαίον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντολέας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εντολοφύλαξ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντολοδότης]], [[εντολοδόχος]]].
}}
}}