δικείν: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(9) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=δικεῖν (Α)<br />Ι. (απαρέμφ. αορ.)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]]<br /><b>2.</b> [[βάλλω]], [[χτυπώ]]<br />II. (μτχ. αορ.) [[δικών]], -οῦσα, -όν<br />αυτός που έρριξε, που χτύπησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. <i>έδικον</i>, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη [[σύνδεση]] με το [[δείκνυμι]], αν ληφθεί υπ' όψιν η [[έννοια]] της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο [[ρήμα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 13 June 2022
Greek Monolingual
δικεῖν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῦσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].